Άρθρο στο «Βήμα της Κυριακής» 17/02/2019

Άρθρο στο «Βήμα της Κυριακής» 17/02/2019

Πορεία προς την ανάπτυξη ή την διαρκή αστάθεια;

του Κώστα Σημίτη

Με την έγκριση της συνθήκης των Πρεσπών άρχισε μια άτυπη προεκλογική περίοδος.  Την χαρακτηρίζει η έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Η κυβέρνηση ενδιαφέρεται πια σχεδόν αποκλειστικά πως θα ενδυναμώσει την εξουσία της, και θα αποφύγει ένα αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα.  Η αντιπολίτευση με κύριο στόχο την εκλογική επιτυχία έχει ανακοινώσει ένα πρόγραμμα υποσχέσεων και αποφεύγει τις συζητήσεις για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να μην προκαλέσει αντιδράσεις.  Το πλατύ κοινό ζει σε αβεβαιότητα, ανασφάλεια, αδυναμία προσανατολισμού και άγνοια. Οι μεταρρυθμίσεις το ανησυχούν.  Αμφισβητείται το όφελός τους.  Αποτέλεσμα είναι η επικράτηση ενός λαϊκισμού που ζητά το άμεσο όφελος και είναι δύσπιστο σε μακρόχρονες προσπάθειες. Η χώρα έχει καθηλωθεί σε μια αδιέξοδη εσωστρέφεια.

Κύριο θέμα είναι η πορεία της οικονομίας. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι πέτυχε ένα τεράστιο βήμα προόδου.  Ότι  έληξε η μνημονιακή περίοδος και πλέον είμαστε ελεύθεροι να σχεδιάζουμε την πολιτική μας.  Η ουσιαστική αλήθεια είναι όμως ριζικά διαφορετική.  Έληξε βέβαια η εποχή των μνημονίων, αλλά όχι οι σκληρές δεσμεύσεις.  Η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει να επιτυγχάνει κάθε χρόνο πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060. Προφανώς η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση μέχρι το 2022. Θα συνεχίσει με κάποιας μορφής εποπτεία μέχρι το 2060, όταν  δηλαδή ολοκληρωθεί η εξόφληση του χρέους της προς τις χώρες της ΟΝΕ

Απόδειξη ότι δεν αποκτήσαμε την ελευθερία, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, αλλά ότι συνεχίζεται η στενή παρακολούθηση, είναι η τρέχουσα αποτίμηση προόδου της ελληνικής οικονομίας.  Οι εκπρόσωποι της Ένωσης έκριναν ότι η Ελλάδα δεν τήρησε τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει.  Δεν πραγματοποιήθηκε μεταξύ άλλων ο στόχος που είχε τεθεί, να καταβάλει το Δημόσιο το σύνολο των οφειλών του μέχρι το τέλος περασμένου Αυγούστου.  Στη σχετική συνεδρίαση του ευρωπαϊκού οργάνου τονίστηκε ότι η κυβέρνηση πρέπει να εκπληρώσει όλα τα συμφωνηθέντα για να αποφασισθεί στη συνεδρίαση της 11ης Μαρτίου η προβλεπόμενη καταβολή στην Ελλάδα 1 δις. Ευρώ (κατά δήλωση του Γενικού Διευθυντή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας).

Η κυβέρνηση θέλει να στρέψει αλλού την προσοχή και θεωρεί απόδειξη επιτυχίας την έκδοση ομολόγου από το ελληνικό δημόσιο με επιτόκιο 3,6%.  Ναι μεν χαμηλότερο από εκείνα που μέχρι τώρα επικρατούσαν αν δανειζόμαστε, αλλά κατά πολύ υψηλότερο όλων των άλλων στην Ευρωζώνη. Η Πορτογαλία πληρώνει για τριετή ομόλογα, όπως το ελληνικό, επιτόκιο 0,46%, δηλαδή οκτώ φορές χαμηλότερο αν και αυτή έζησε έντονη κρίση.  Επιπλέον, το δάνειο ήταν σκόπιμα μικρό, μόλις 2 δις, ώστε χαμηλό να είναι και το κόστος του. Το ερώτημα, αν η ελληνική ανάπτυξη μπορεί να χρηματοδοτηθεί με τέτοιο κόστος από τις αγορές, παραμένει έντονο.  Υπενθυμίζω ότι η κυβέρνηση αρνήθηκε να συμφωνήσει με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης μια προληπτική πιστωτική γραμμή, που θα συνέβαλε σε χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο. Βιαζόταν να δείξει ότι «απελευθερωθήκαμε» από την εποπτεία των δανειστών για να ξεκινήσει ένα κρεσέντο παροχών με στόχο να ενισχύσει, όχι την οικονομία, αλλά τα ποσοστά των εκλογών!

Και αυτό διότι σταθερό κριτήριο της κυβέρνησης σε όλη την διαδρομή της υπήρξε μόνο το στενό πολιτικό της συμφέρον. Το υπηρετεί αδιάλειπτα με μια «ελεγχόμενη αστάθεια» στις οικονομικές εξελίξεις, ώστε να μπορεί να δικαιολογεί τον υπερσυγκεντρωτισμό και διάφορους μηχανισμούς μέσα στο κράτος. Για να παρεμβαίνουν και να ποδηγετούν αποφάσεις σε τομείς που θα έπρεπε από καιρό να λειτουργούν με διαφάνεια και σταθερούς κανόνες.  Κλειδί σε αυτή την τακτική είναι η διαρκής πόλωση ενός κοινωνικού στρώματος εναντίον κάποιου άλλου. Παράδειγμα, η αφαίμαξη της μεσαίας τάξης με υψηλή φορολογία και υψηλές εισφορές, ώστε όχι μόνο να εξασφαλιστούν τα μεγάλα πλεονάσματα προς τους δανειστές, αλλά και να χρηματοδοτηθούν αθρόες επιδοματικές πολιτικές προς κοινωνικές ομάδες που θέλει να προσεταιριστεί. Μια έρευνα έδειξε ότι η μεσαία τάξη που πριν την κρίση υπολογιζόταν σε 5,8 εκατ. πολίτες, το  2015 είχε μειωθεί σε 4,6 εκατ. Όμως η κυβέρνηση αδιαφορεί αφού θεωρεί ότι δεν είναι σύμμαχος της. Άλλες έρευνες διαπιστώνουν τη φτωχοποίηση και των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων του πληθυσμού.  Τελικά, η ανακατανομή φτώχειας δεν διορθώνει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, απλώς οδηγεί σε συνολική αποτυχία.

Για να πετύχει τα συμφωνημένα πλεονάσματα, η κυβέρνηση επέβαλε όμως και  έναν πρωτόγνωρο περιορισμό αναγκαίων δαπανών. Το αποτέλεσμα του περιορισμού αυτού ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο.  Το δείχνει η κατάσταση των νοσοκομείων, η μη εξόφληση των χρεών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, η ανεπαρκής χρηματοδότηση υποδομών.  Ενδεικτική είναι η ανεπάρκεια του δημοσίου τομέα είτε πρόκειται για την κατάσταση του οδικού δικτύου είτε για τη στέγαση και λειτουργία των δικαστηρίων.  Η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή.  Τα ειδικευμένα σε κάθε κλάδο στελέχη αναζητούν εργασία στο εξωτερικό.

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θέλει επενδύσεις.  Όλοι συμφωνούν ότι η χώρα πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να βελτιώσει την παραγωγικότητα, να ενισχύσει την παιδεία, την έρευνα και την καινοτομία.   Όμως η έκρυθμη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει αποτρέπει τους επενδυτές.  Χρειάζεται να υπάρχει βεβαιότητα για το μέλλον, ασφάλεια δικαίου, ένα τραπεζικό σύστημα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των επιχειρήσεων, μια αποτελεσματική διοίκηση και προπαντός αποφασιστικότητα για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων.

Η Ελλάδα υστερεί σε όλα αυτά τα θέματα και η κυβέρνηση επιτείνει αντί να θεραπεύει τις δυσλειτουργίες.  Τα παραδείγματα αφθονούν.  Επανέφερε στη ζωή της Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, αν και πάλι   αποδείχτηκε ζημιογόνος. Πάλι ο κύριος στόχος της ήταν περιορισμένος και συντεχνιακός, η ενίσχυση των τευτλοπαραγωγών.  Τώρα επιδιώκεται η εξυγίανσή της μέσω αλλοδαπού επενδυτή.   Η πυρκαγιά στο Μάτι έγινε αφορμή να πληροφορηθούμε ότι για την καταπολέμηση των πυρκαγιών είναι αρμόδιοι 17 φορείς που ανήκουν σε 6 διαφορετικά υπουργεία και ασκούν διαφορετικές αρμοδιότητες.  Δεν υπάρχει πλέον Εθνικό Σχέδιο Προστασίας το οποίο να ξεκαθαρίζει τον ρόλο των εμπλεκομένων φορέων.   Επίσης, οι ιδιωτικοποιήσεις για τις οποίες έχει αναλάβει υποχρέωση η χώρα καθυστερούν. Παράδειγμα, οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.  Ας αναφερθεί τέλος και η γνωστή σε όλους επένδυση του Ελληνικού.  Αφού αποφασίστηκε, έγιναν συνεχείς προσπάθειες από διάφορες πλευρές να ματαιωθεί.  Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική καθυστέρησή της.

Καθόλου τυχαίο ότι η χώρα μας θεωρείται απρόσφορη για την προσέλκυση  επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.  Έχει τη δεύτερη χειρότερη βαθμολογία μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ένωσης.  Μόνον η Μάλτα κρίνεται ως χειρότερη, αν και με το μικρό της μέγεθος δεν είναι συγκρίσιμη με την Ελλάδα. Πρακτικά λοιπόν γίναμε τελευταίοι. Για όλους αυτούς τους λόγους  η λήξη των μνημονίων δεν αναίρεσε τον προβληματισμό στις διεθνείς αγορές για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας.  Η προσδοκία για την μαζική εισροή κεφαλαίων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί όσο ισχύει ένα καθεστώς προσποιητής ομαλότητας, εκτεταμένων παρεμβάσεων και διαρκούς φτωχοποίησης.

Από την άλλη μεριά, η Νέα Δημοκρατία επικεντρώνει την απάντησή της στα προβλήματα με απλή απαρίθμηση μέτρων που θα λάβει.  Συνοπτικά τα μέτρα αυτά για την ανάταξη της οικονομίας, όπως διατυπώθηκαν σε διάφορες εκδηλώσεις, είναι κυρίως φορολογικά.  Συνοψίζονται στη φράση «μείωση φορολογίας για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, μείωση ΕΝΦΙΑ για όλους, μείωση εισφορών, μειώσεις ΦΠΑ.  Η χώρα θα αναπτυχθεί τα επόμενα δέκα χρόνια με μέσο ρυθμό 4%, το χρέος θα μειωθεί δραστικά και τα επόμενα πέντε χρόνια θα δημιουργηθούν 700.000 νέες θέσεις εργασίας».

Κατά τη Νέα Δημοκρατία, «όλοι οι αυτόματοι σταθεροποιητές της οικονομίας, επενδύσεις, απασχόληση, αξίες ακινήτων, χρηματιστήριο είναι τόσο συμπιεσμένοι ώστε κρύβουν 7-8 μονάδες πρόσθετης ανάπτυξης αν τους απελευθερώσεις».   Οι αναφορές σε άλλα προβλήματα και τον τρόπο υπέρβασής τους είναι γενικόλογες.  Γίνεται διαρκής επίκληση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ότι η κατάσταση δεν ζητά «αριστερές ή δεξιές λύσεις», αλλά «λύσεις που θα φέρουν αποτέλεσμα».  Θεωρούν ότι η «υπέρβαση» πρέπει να επιτευχθεί «από όλους».

Οι προτάσεις αυτές δεν θίγουν τα δύο πιο σημαντικά θέματα στην χάραξη της οικονομικής πολιτικής: τις δεσμεύσεις της χώρας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.  Η εφαρμογή του προγράμματος κάθε κυβέρνησης πρέπει να συμμορφώνεται με τις υπάρχουσες δεσμεύσεις μας.  Διαφορετικά οι εταίροι μας θα επαναφέρουν την σκληρή εποπτεία.   Είναι εξωπραγματικό επίσης να πιστεύουμε ότι η κρίση θα τελειώσει με την αλλαγή της κυβέρνησης και από τη μια μέρα στην άλλη οι αγορές θα μας παρέχουν τα δάνεια με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.  Ας μην παραβλέπουμε επίσης ότι το 2019, χρονιά εκλογικής αναμέτρησης, η κατάσταση της οικονομίας δεν θα βελτιωθεί αλλά θα χειροτερεύσει.  Η σημερινή κυβέρνηση θα προτιμήσει να κερδίσει ψήφους με επιδοτήσεις και όχι να τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Η νέα κυβέρνηση θα βρεθεί λοιπόν αντιμέτωπη  με μια κατάσταση που θα απαιτεί αυστηρότερα μέτρα ώστε τουλάχιστον να επανέλθει η εύθραυστη ισορροπία που είχε επιτευχθεί. Αλλιώς, ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης θα παραμείνει έντονος.

Τα υψηλά πλεονάσματα του ΑΕΠ που έχουν συνομολογηθεί από την σημερινή κυβέρνηση όχι μόνο δεν θα επιτρέψουν να εφαρμοστούν οι επαγγελλόμενες πολιτικές φορολογικών ελαφρύνσεων, αλλά ούτε και τα πλεονάσματα θα είναι εφικτό να επιτευχθούν για ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα.  Οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν χαμηλά πλεονάσματα.  Κυμαίνονται γύρω στο 1,5%.  Και τούτο για να πραγματοποιούν συστηματικά επενδύσεις και να ενισχύουν τις λειτουργίες του κράτους πρόνοιας.   Η πολιτική ανάπτυξης πρέπει να είναι επιδίωξη των εταίρων μας και για την Ελλάδα, ώστε να μπορέσουμε να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας και να επιτύχουμε την επάνοδο της χώρας στην ομαλότητα.

Άρα μια επαναδιαπραγμάτευση είναι αναγκαία.  Οι εταίροι μας όμως θα δεχθούν να τροποποιήσουν τα συμφωνηθέντα, μόνο αν προηγουμένως διαπιστώσουν την συστηματική τήρηση των συμφωνιών και την αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας.  Για να το επιτύχουμε, είναι απαραίτητο να παρουσιάσουμε ένα πειστικό πρόγραμμα  οικονομικών μέτρων για την ανάπτυξη και τη μελλοντική επίλυση των υποχρεώσεων που έχουμε αναλάβει.  Ένα σημαντικό πρόβλημά μας είναι η σταθερή μείωση των επισφαλών απαιτήσεων των τραπεζών, που φτάνουν περίπου το 50% των χορηγηθέντων δανείων.   Αν αυτό δεν επιτευχθεί θα χρειαστεί να ανακεφαλαιωθούν οι τράπεζες, και το κόστος θα επωμισθούν είτε οι καταθέτες αν γίνει κούρεμα, είτε οι φορολογούμενοι αν βγουν πάλι ομόλογα ή και οι δύο μαζί.

Σε άλλους τομείς, όπως στην απονομή δικαιοσύνης ή τη δημόσια διοίκηση, έγκυρες μελέτες έχουν υποδείξει τόσο τις αδυναμίες όσο και τις αναγκαίες παρεμβάσεις.  Παραμένουν όμως χωρίς συνέχεια.  Η Ελλάδα χρειάζεται «ένα σχέδιο για το μέλλον». Μια νέα πορεία συνολικής προόδου, αντί για την πόλωση που υποδαυλίζεται συνεχώς ή την γενικευμένη καθήλωση όπου μοιραία θα καταλήξει. Όχι πια αόριστες, γενικότητες, υποσχέσεις για μη-συμβατές με τις υποχρεώσεις μας παροχές, κολακείες στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, ωραιοποιήσεις της πραγματικότητας.     Η αλήθεια μπορεί να είναι δυσάρεστη, αλλά είναι πάντα πιο χρήσιμη από τους βαυκαλισμούς.  Οι παραπειστικές υποσχέσεις κοστίζουν.  Η υπόσχεση της κυβέρνησης του 2015, που πρέσβευε τη λύτρωση από την ΟΝΕ αν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματά της, και η μεταγενέστερη υποχώρησή της, είχαν κόστος πολλών δισεκατομμυρίων και χρόνια πρόσθετης κρίσης. Τώρα  έχουμε δεσμεύσεις προς αυτούς που τότε θεωρούσαμε εχθρούς μας, οι οποίες  δεν μπορούν να αλλάξουν με το έτσι θέλω.   Χρειάζεται να γνωρίζουμε τα πραγματικά δεδομένα, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς.  Να πορευτούμε με σαφείς στόχους και ρεαλισμό στην προσπάθειά μας.

Η αποτελμάτωση πρέπει να λήξει το ταχύτερο.  Να παλέψουμε για τη μεταρρύθμιση της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Να δώσουμε αγώνα για ριζική μεταβολή.  Είναι ο μόνος τρόπος να πετύχουμε την ανάπτυξη της χώρας και έτσι να διασφαλίσουμε τον ελεύθερο προσδιορισμό της πορείας της.