Αλήθειες και ψέματα για την ένταξή μας στο ευρώ.

Αλήθειες και ψέματα για την ένταξή μας στο ευρώ.

Το κύριο επιχείρημα, που χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα στο εξωτερικό για να εξηγήσει την κρίση χρέους της Ελλάδας, αναφερόταν στην έλλειψη των αναγκαίων προϋποθέσεων για να συμμετάσχει η χώρα στο εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος, το ευρώ: η Ελλάδα ήταν ανέτοιμη.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα αποδύθηκε σε μια τιτάνια προσπάθεια για την ικανοποίηση των κριτηρίων σύγκλισης. Χρησιμοποίησε όλα τα διαθέσιμα μέσα: δημοσιονομική πολιτική, νομισματική πολιτική, εισοδηματική πολιτική, αποκρατικοποιήσεις τραπεζών και δημοσίων επιχειρήσεων. Με όποιον τρόπο και αν μετρηθούν οι δημοσιονομικές επιδόσεις (ταμειακό ή εθνικολογιστικό), το κρατικό έλλειμμα μειώθηκε κατά δέκα εκατοστιαίες μονάδες, από 12,5% του ΑΕΠ το 1993, σε 2,5% το 1999, έτος με τα οικονομικά στοιχεία του οποίου ελήφθη η απόφαση συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Παρόμοια θετική εξέλιξη είχαν και τα λοιπά μεγέθη που συγκροτούν τα κριτήρια ονομαστικής σύγκλισης (πληθωρισμός, μακροχρόνια επιτόκια, δημόσιο χρέος, συναλλαγματική ισοτιμία). Η απόφαση της ένταξης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Santa Maria da Feira τον Ιούνιο του 2000 ελήφθη έπειτα από εξονυχιστικό έλεγχο των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, και τις αντίστοιχες γνωματεύσεις τους. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι, παρά τη σφιχτή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική της περιόδου εκείνης, που ήταν απαραίτητη για τη μείωση του κρατικού ελλείμματος και του πληθωρισμού, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα είχε αρχίσει να βελτιώνεται. Από αρνητικός το 1993, ανέβη κε σε 4% στο τέλος της δεκαετίας του 1990, ενώ διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα μέχρι το 2007. Υπήρξε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και εισροή ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα, χάρη στη μείωση του πληθωρισμού και των επιτοκίων σε μονοψήφια ποσοστά, ύστερα από είκοσι χρόνια διψήφιων ποσοστών.

 

Η δήθεν παραποίηση των ελληνικών στατιστικών στοιχείων το 1999

Όσοι ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα κακώς συμμετέχει στην ΟΝΕ προβάλλουν συνήθως το επιχείρημα ότι η χώρα δήθεν παραποίησε τα στοιχεία της οικονομίας της για να επιτύχει την είσοδο στην ΟΝΕ.

Η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2004, τέσσερα χρόνια μετά την έγκριση των στοιχείων της ένταξης της Ελλάδας, είχε την εξαιρετικά ατυχή πολιτική έμπνευση να αλλάξει τον τρόπο καταγραφής των αμυντικών δαπανών, με σκοπό να ελαφρύνει το δημοσιονομικό βάρος κατά την περίοδο που θα κυβερνούσε. Η ατυχής αυτή έμπνευση συνίστατο ουσιαστικά στην αλλαγή της μέχρι τότε ακολουθούμενης μεθόδου καταγραφής της δαπάνης αμυντικών εξοπλισμών κατά την ημερομηνία παραλαβής του υλικού, και στην υιοθέτηση της μεθόδου καταγραφής της δαπάνης κατά την ημερομηνία πληρωμής των προκαταβολών. Η μετάθεση του χρόνου καταγραφής των δαπανών, από τα μελλοντικά έτη (οπότε θα γινόταν η παραλαβή) στα προγενέστερα (οπότε πληρώθηκαν οι προκαταβολές), επέτρεψε στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να φορτώσει τα έξοδα στο παρελθόν. Απέκτησε έτσι μεγαλύτερο περιθώριο δαπανών για το μέλλον, τηρώντας το καθορισμένο από την Ένωση ανώτατο επιτρεπτό όριο του ελλείμματος, 3% του ΑΕΠ. Η αλλαγή της μεθοδολογίας αύξησε τα προγενέστερα του 2004 κρατικά ελλείμματα. Ξεκίνησε έτσι μια περίοδος έντονης αμφισβήτησης και δυσφήμησης της Ελλάδας. Υπήρχαν και άλλα στοιχεία, η ορθότητα των οποίων αμφισβητήθηκε. Αφορούσαν τα ελλείμματα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, τα χρέη των νοσοκομείων, ή τις συναλλαγές μεταξύ του Δημοσίου και των δημοσίων επιχειρήσεων. Οι διαφορές εκτιμήσεων οφείλονταν σε λόγους μεθοδολογικούς και ήταν από καιρό γνωστές. Δεν προέκυπταν από ψευδή αναφορά των δεδομένων. Η αποφασιστική διαφορά ως προς το ύψος του ελλείμματος προέκυπτε, πάντως, από τις στρατιωτικές δαπάνες.

Το σύνθημα «η Ελλάδα μπήκε με πλαστά στοιχεία στην Ευρωζώνη» έγινε πρωτοσέλιδο σε πολλές εφημερίδες σε όλο τον κόσμο. Υιοθετήθηκε, δυστυχώς, από πολλούς πολιτικούς στην Ευρωζώνη , και επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα. Η κατηγορία αυτή, όμως, παραβλέπει τα γεγονότα. Διότι, ακόμη και με την αλλαγή της μεθοδολογίας και σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία, το κρατικό έλλειμμα του έτους κρίσεως (1999) έγινε 3,1% του ΑΕΠ, από 2,5% προηγουμένως. Για την ακρίβεια, έγινε 3,07%, σύμφωνα με τη Eurostat (AMECO). Το έλλειμμα αυτό παραμένει χαμηλότερο από το αντίστοιχο αναθεωρημένο έλλειμμα άλλων χωρών-μελών, που αξιολογήθηκαν μετά στοιχεία του έτους 1997 προκειμένου να αποτελέσουν το «πρώτο κύμα» των χωρών-μελών που δημιούργησαν την Ευρωζώνη το έτος 1999. Από την ιστοσελίδα της AMECO, προκύπτει ότι και πολλές άλλες χώρες-μέλη εισήλθαν στην Ευρωζώνη με κρατικό έλλειμμα υψηλότερο του 3,1% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα της Ισπανίας ήταν 3,3% του ΑΕΠ, της Πορτογαλίας 3,4%, και της Γαλλίας 3,3%.

Αυτά τα ανώτερα από το όριο ελλείμματα προέκυψαν, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, έπειτα από αλλεπάλληλες επανεξετάσεις των στοιχείων από τη Eurostat. Μόνο, όμως, για την Ελλάδα έγινε λόγος για «δημιουργική λογιστική».

Μόνο η Ελλάδα αναφερόταν διαρκώς στη διεθνή συζήτηση, μολονότι η Ισπανία και η Πορτογαλία παρουσίαζαν επίσης προβλήματα. Μόνο στην Ελλάδα η κυβέρνηση κατηγορούσε συστηματικά στο εσωτερικό και στο εξωτερικό την προηγούμενή της κυβέρνηση για παραπλάνηση και εξαπάτηση τη ς Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διεθνούς κοινής γνώμης.

Η ευθύνη για ό,τι συνέβη βαραίνει ασφαλώς την τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Βαραίνει όμως και τη διοίκηση της Eurostat αλλά και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που υιοθέτησαν τα δημοσιονομικά στοιχεία τα οποία απέστειλε η νέα τότε ελληνική κυβέρνηση. Δεν κάλεσαν επίσημα ούτε την Τράπεζα της Ελλάδος ούτε τον Υπουργό Οικονομικών της προηγούμενης κυβέρνησης να εκφράσουν τη γνώμη τους. Είναι, μάλιστα, εντελώς παράλογο αυτό που συνέβη μετά, το 2006: η Eurostat έκρινε ότι η ορθή μέθοδος καταγραφής της δαπάνης αμυντικών εξοπλισμών ήταν αυτή τής παραλαβής του υλικού, η μέθοδος δηλαδή που ακολουθούσε η Ελλάδα πριν από το 2004. Χώρες που δεν εφάρμοζαν αυτή τη μέθοδο θα έπρεπε να την ακολουθήσουν, από το 2005 και μετά. Όμως, παρά την απόφαση αυτή, η Eurostat δεν προχώρησε στην αναδρομική διόρθωση των στοιχείων: το 3,07% του ΑΕΠ κρατικό έλλειμμα για την Ελλάδα το 1999, όπως προέκυψε από την απογραφή, διατηρήθηκε, ενώ θα έπρεπε να προσαρμοσθεί στη νέα απόφαση. Η ασήμαντη -0,07% του ΑΕΠ- απόκλιση από το όριο της Συνθήκης, που υιοθετήθηκε άκριτα από τα διοικητικά όργανα της Ευρωζώνης, έγινε έτσι η αφορμή να απαξιωθεί μια τιτάνια προσπάθεια οικονομικής προσαρμογής.

Τελευταία, σημειώθηκε και μια νέα δυσφημιστική απόπειρα σε βάρος της Ελλάδας, με βάση ένα συνηθισμένο συναλλαγματικό swap που έγινε μεταξύ του ελληνικού Υπουργείου Οικονομικών και της τράπεζας Goldman Sachs στο τέλος του 2001. To swap αυτό ήταν όμοιο προς εκείνα που κατά εκατοντάδες γίνονταν, την ίδια περίοδο, από όλες τις χώρες-μέλη, ως απλές πράξεις διαχείρισης του δημοσίου χρέους. Η Ελλάδα αντάλλαξε ομόλογά της πληρωτέα σε γιεν με ομόλογα πληρωτέα σε ευρώ, για να μη διατρέχει συναλλαγματικούς κινδύνους. Το ευρώ ήταν το νόμισμά της, και η χώρα συμμετείχε -μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αυτή στον καθορισμό της αξίας του. Όλες οι χώρες του ευρώ επιδίωκαν τότε τα χρέη τους να είναι σε ευρώ. Πάλι ειπώθηκε πως η Ελλάδα μαγείρεψε τα στοιχεία για να μπει στην Ευρωζώνη: ήταν ο νέος τίτλος εφημερίδων, που και αυτός όμως υιοθετήθηκε από πολλούς πολιτικούς. Δεν δίνεται καμία σημασία στο γεγονός ότι το swap αυτό έγινε δύο ολόκληρα χρόνια μετά το έτος 1999, με τα οικονομικά στοιχεία του οποίου κρίθηκε η απόφαση για ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, και ένα ολόκληρο έτος μετά την απόφαση της ένταξης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Santa Maria da Feira. Ούτε αναφέρεται ότι, κατά την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, το swap του 2001 ήταν σύμφωνο προς τους τότε κανόνες της Ένωσης.

 

Η πραγματική παραποίηση των στατιστικών στοιχείων το 2009

Στις 4 Οκτωβρίου 2009 θα πραγματοποιούνταν εκλογές για την ανάδειξη νέας βουλής. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έστειλε στη Eurostat πίνακες στοιχείων, όπου οι στήλες των ετών 2008 και 2009 ήταν κενές. Ήταν φανερό ότι η κυβέρνηση δεν ήθελε να ανακοινώσει στοιχεία τα οποία θα ήταν εις βάρος της. Ακολούθησε, στις 2 Οκτωβρίου, νέα γνωστοποίηση προς τη Eurostat, ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης εκτιμάτο σε 6% του ΑΕΠ. Ο υπολογισμός αυτός όμως δεν ανταποκρινόταν στα στοιχεία που είχαν στείλει οι διάφορες αρμόδιες υπηρεσίες στη Στατιστική Υπηρεσία. Με βάση τούτα τα στοιχεία, το έλλειμμα ήταν 12,5% του ΑΕΠ. Αυτό το έλλειμμα γνωστοποίησε η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στη Eurostat Αργότερα, κατά την αναθεώρηση των στοιχείων από τη Eurostat, το τελικό έλλειμμα του έτους 2009 προσδιορίστηκε σε 15,4%. Η Νέα Δημοκρατία αμφισβήτησε ότι το ύψος του ελλείμματος του 2009 ήταν 15,4%. Δεν διαφώνησε όμως στο ότι είχε φτάσει στο 12,5% του ΑΕΠ, ενώ δήλωνε 6%. Η εξέλιξη αυτή αναζωπύρωσε τη συζήτηση στο εξωτερικό για τα «ψευδή» στοιχεία του 2004 και προσέφερε ένα πρόσθετο επιχείρημα κατά της αξιοπιστίας των ελληνικών στατιστικών. Τόσο το 2004 όσο και το 2009 ήταν η ίδια νοοτροπία της συντηρητικής παράταξης που προκάλεσε το πρόβλημα. Η κομματική σκοπιμότητα καθόριζε τον τρόπο εκτέλεσης των υποχρεώσεων της χώρας.

 

Το υπερβολικό ύψος του ελληνικού δημοσίου χρέους

Το δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε από την Ευρωζώνη, για να εξηγήσει τις αιτίες του ελληνικού προβλήματος, ήταν το διαχρονικό ύψος του ελληνικού δημοσίου χρέους. Πράγματι, όταν η Ελλάδα έγινε μέλος της ΟΝΕ, το δημόσιο χρέος ήταν πολύ υψηλότερο του 60% του ΑΕΠ, που ήταν το ανώτατο επιτρεπτό όριο, σύμφωνα με τις Συνθήκες. Το 1999 ήταν 93,9%. Η Ιταλία και το Βέλγιο, το 1997, όταν κρίθηκε η ένταξή τους στην Ευρωζώνη, είχαν επίσης υψηλό δημόσιο χρέος, ανώτερο μάλιστα του 100% του ΑΕΠ. Στο τέλος του 2003 το ελληνικό χρέος είχε φτάσει το 97,4% του ΑΕΠ, ένα ποσό 168 δισ. Από τότε, επί κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας, βαθμιαία εκτοξεύθηκε.

 

Το υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα

Η Ελλάδα ήταν, από το 2004, σχεδόν συνεχώς υπό καθεστώς δημοσιονομικής επιτήρησης σύμφωνα με τις Συνθήκες, διότι το έλλειμμα κατά την εκτέλεση των προϋπολογισμών της υπερέβαινε το 3% του ΑΕΠ. Η επιτήρηση πραγματοποιείτο από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον αρμόδιο κοινοτικό επίτροπο. Σκοπό είχε τη στενή παρακολούθηση των εξελίξεων και τη διατύπωση συμβουλών και συστάσεων ώστε η επιτηρούμενη χώρα να συμμορφωθεί στον κοινοτικό κανόνα. Η επιτήρηση θα έπρεπε να έχει δώσει πολύ νωρίτερα σήμα κινδύνου, προλαβαίνοντας την άνοδο των ελλειμμάτων και του χρέους στην Ελλάδα, που διαφαινόταν ήδη από το 2006. Αποδείχθηκε όμως, στην περίπτωση της Ελλάδας, μια «φιλική» σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τη συντηρητική κυβέρνηση, ιδίως κατά τις προεκλογικές περιόδους του 2007 και του 2009. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έδειξε ούτε την αντικειμενικότητα ούτε την επιμέλεια που όφειλε. Αν είχε παρέμβει έγκαιρα, το πρόβλημα του χρέους ως προς την Ελλάδα δεν θα ήταν τόσο εκτεταμένο, θα υπήρχε, όμως, στην Ευρωζώνη.

Αιτίες της σημερινής κρίσης χρέους στην Ευρώπη δεν ήταν μόνο τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το υψηλό δημόσιο χρέος ορισμένων χωρών, όπως πολλοί ισχυρίζονται. Η Ισπανία, που δεν παρουσίαζε ελλείμματα ανώτερα του ορίου του 3% του ΑΕΠ, και το δημόσιο χρέος της οποίας έφτανε μόλις το 31% του ΑΕΠ το 2006, βρίσκεται και αυτή σήμερα σε κρίση. Αιτία είναι η αλόγιστη ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας, η κατάρρευση των τιμών των ακινήτων, η αδυναμία των τραπεζών να εισπράξουν τα δάνεια που έχουν χορηγήσει και η δραστική μείωση της ανταγωνιστικότητας λόγω του πληθωρισμού που προκάλεσε η «φούσκα» των ακινήτων. Η παρέμβαση της πολιτείας για να σώσει τις τράπεζες και να περιορίσει τις επιπτώσεις της κρίσης ήταν πια υποχρεωτική.

Στην Ιρλανδία, επίσης, τα ετήσια ελλείμματα του Δημοσίου δεν ξεπερνούσαν το 3% του ΑΕΠ, και το δημόσιο χρέος εκινείτο σε ανεκτά επίπεδα. Οι τράπεζές της, όμως, δάνειζαν χωρίς περίσκεψη και περιορισμούς. Όταν, εξαιτίας της κρίσης, βρέθηκαν σε κατάσταση πτώχευσης, παρενέβη το κράτος και ανέλαβε τα χρέη τους για να σώσει το τραπεζικό σύστημα. Η κατάληξη ήταν το δημόσιο χρέος να αυξηθεί θεαματικά και να φτάσει σε ένα επίπεδο ανώτερο του 120% του ΑΕΠ.

 

Οι κύριες αιτίες της κρίσης

Υπάρχει ένας πολύ σοβαρότερος λόγος, για την έξαρση του χρέους στις χώρες της περιφέρειας της Ένωσης, από τη διαχειριστική ανικανότητα των διοικούντων της. Ο λόγος αυτός είναι ενδογενής στον ενιαίο νομισματικό χώρο που δημιούργησε η ΟΝΕ. Είναι η διαφορά επιπέδων ανάπτυξης μεταξύ Βορρά και Νότου, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών και τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους. Ο Νότος αγοράζει από τον Βορρά βιομηχανικά προϊόντα υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας. Αγοράζει επίσης αγροτικά προϊόντα, όπως λουλούδια ή κρέας, που λόγω της τεχνολογικής ανάπτυξης παράγονται φτηνότερα στη Γερμανία ή στην Ολλανδία.

Ο Βορράς, αντίθετα, αγοράζει από τον Νότο πολύ λιγότερα αγαθά. Το αποτέλεσμα είναι να προκύπτει έλλειμμα στις ανταλλαγές, προς όφελος των ανεπτυγμένων και εις βάρος των περιφερειακών χωρών. Το διάστημα 2000-2007, το ετήσιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας ήταν κατά μέσο όρο 8,4%, και της Πορτογαλίας 9,4%, ενώ το πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν 3,2% και της Ολλανδίας 5,4%. Για να καλύψουν αυτό το έλλειμμα, οι περιφερειακές χώρες ήταν και είναι υποχρεωμένες να δανείζονται. Από τη στιγμή που λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης ο δανεισμός άρχισε να γίνεται όλο και ακριβότερος για τις τράπεζες και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα κράτη υποχρεώθηκαν, για να αποφύγουν την έλλειψη ρευστότητας και την ασφυξία της αγοράς, να δανεισθούν τα ίδια, για να χρηματοδοτήσουν με διάφορους τρόπους την οικονομία τους. Η πολιτική αυτή εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα χωρίς προσοχή, χωρίς να σκεφθούν οι υπεύθυνοι ποια όρια θα έπρεπε να τηρήσουν για να αποφύγουν μελλοντικά προβλήματα.

Στην αρνητική εξέλιξη συνετέλεσε το ελάχιστο επιτόκιο δανεισμού που καθόριζε η ΕΚΤ και ίσχυε σε όλες τις χώρες, ασχέτως αν είχαν ρυθμούς πληθωρισμού άνω ή κάτω του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Στη Γερμανία, που είχε, την εποχή της εισαγωγής του ευρώ, χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και πληθωρισμού, το επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν αντικειμενικά υψηλό. Παρέτεινε την ύφεση. Στην Ελλάδα, αντίθετα, το ίδιο επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν αντικειμενικά χαμηλό, αφού ο πληθωρισμός ήταν αρκετά υψηλότερος απ’ ό,τι στη Γερμανία και κυμαινόταν στο ύψος του επιτοκίου. Ήταν επίσης πολύ χαμηλότερο του επιτοκίου που ίσχυε πριν από την είσοδο στην ΟΝΕ. Συνέπεια ήταν μια μεγάλη ζήτηση για δάνεια, αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας χάρη στα νέα κεφάλαια, υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης και άνοδος της απασχόλησης.

Οι ξένες τράπεζες, ιδίως οι γερμανικές και γαλλικές, διέβλεψαν την ευκαιρία για κέρδη. Δάνειζαν εύκολα, και μεγάλα ποσά. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι μισθοί που είχαν συμπιεσθεί, για να επιτευχθεί η είσοδος στην ΟΝΕ, βελτιώθηκαν σημαντικά. Παρουσίασαν, το διάστημα 2000-2009, τη μεγαλύτερη άνοδο στην Ευρωζώνη. Η επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ήταν αρνητική. Μειώθηκε μετά το 2005, και χειροτέρευε δραστικά από το 2007. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η αύξηση των εισαγωγών, η μείωση των εξαγωγών και η συνεχής διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Στην Ευρωζώνη, η εξεύρεση πόρων για τη χρηματοδότηση αυτού του ελλείμματος δεν αποτελούσε πρόβλημα, όπως στην εποχή της δραχμής. Οι ξένες τράπεζες δάνειζαν με ευκολία. Λόγω του ενιαίου πια νομίσματος, δεν ανησυχούσαν για ενδεχόμενη οικονομική κρίση, θεωρούσαν ότι όλες οι χώρες του ευρώ είχαν περίπου την ίδια φερεγγυότητα. Μεταξύ των ετών 2001-2007, το ελληνικό Δημόσιο δανειοδοτήθηκε με επιτόκιο υψηλότερο μόλις κατά 0,2% ή 0,3% του γερμανικού Δημοσίου.

Αλλά και οι ελληνικές κυβερνήσεις, μετά το 2004, εφησύχαζαν. Παρά το σταθερά αυξανόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δεν διέβλεπαν κινδύνους. Έκριναν περιττά οποιαδήποτε μέτρα σταθεροποίησης. Το κλίμα στις αγορές του εξωτερικού άλλαξε από το 2007 και μετά, όταν άρχισε να αυξάνεται το δημόσιο χρέος. Τα επιτόκια απογειώθηκαν, και το 2009 ξεπέρασαν το 5%. Με αυτό το επιτόκιο, το χρέος δεν ήταν πια βιώσιμο υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα.

Τα συνεχή ελλείμματα των προϋπολογισμών και το αυξανόμενο δημόσιο χρέος σήμαιναν ότι η Ελλάδα ξόδευε περισσότερα απ’ ό, τι παρήγε. Τα ελλείμματα έπρεπε να περιορισθούν, οι προϋπολογισμοί να έχουν πλεονάσματα ώστε να μειωθεί το χρέος και, προπαντός, να πραγματοποιούνται επενδύσεις για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Η διαδικασία προσαρμογής, όμως, απαιτεί χρόνο. Η επάνοδος στην ομαλότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζεται ρεαλιστικός σχεδιασμός των απαιτούμενων βημάτων, τόσο ως προς τη διάρκεια όσο και ως προς τους στόχους. Οι κυβερνήσεις των χωρών του Νότου απέφευγαν όμως αυτή την επιλογή, για να μην έχουν πολιτικό κόστος. Προτιμούσαν να δανείζονται για να καλύψουν την απώλεια πόρων που συνεπαγόταν η έλλειψη ανταγωνιστικότητας.

Στην Ελλάδα επικρατούσε, τόσο στις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας όσο και στην κοινή γνώμη, η άποψη ότι η ένταξη στην ΟΝΕ και η χαλαρή τήρηση του κριτηρίου του Μάαστριχτ ως προς το έλλειμμα αποτελούσαν ενδείξεις σταθερότητας της οικονομίας. Πίστευαν ότι δεν χρειάζονταν πρόσθετα μέτρα. Παροτρύνσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για διαρθρωτικά μέτρα προκαλούσαν έντονες αντιδράσεις. Η Νέα Δημοκρατία ακολούθησε μάλιστα την πρακτική να υπερβαίνει συστηματικά το ανώτατο όριο του ελλείμματος κατά περιορισμένο ποσοστό, ώστε να χρηματοδοτεί τις πελατειακές παροχές χωρίς να απειλείται με ιδιαίτερα αυστηρές παρεμβάσεις από τη φιλικά προσκείμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρέβλεπε ότι τα κριτήρια του Μάαστριχτ για το έλλειμμα και το ύψος του χρέους -που άλλωστε η Ελλάδα δεν τα τηρούσε- δεν αρκούν για να εξασφαλίσουν την ανταπόκριση μιας οικονομίας στις απαιτήσεις ενός ενιαίου νομίσματος περισσότερων χωρών διαφορετικής ανταγωνιστικότητας.

Χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή σ’ αυτό το θέμα. Δεν του έδωσε, όμως, καμία απολύτως σημασία.

Ήταν μια εξέλιξη η οποία δεν είχε προβλεφθεί από τους δημιουργούς της ΟΝΕ. Πίστευαν ότι η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και η ενιαία αγορά θα διασφάλιζαν, χάρη στο χαμηλότερο εργατικό κόστος, επενδύσεις στις περιφερειακές χώρες, και έτσι η απόσταση από τις ανεπτυγμένες χώρες θα μειωνόταν βαθμιαία και ομαλά. Παρέβλεψαν ότι η διαδικασία σύγκλισης δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σε λίγα χρόνια, ιδίως επειδή η καθυστέρηση της ανάπτυξης δεν οφείλεται μόνο σε οικονομικά αίτια, αλλά και σε υστερήσεις σε άλλους τομείς, όπως της διοίκησης και της παιδείας, όπου οι αλλαγές απαιτούν χρόνο. Η καθυστέρηση της σύγκλισης θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με τη δημιουργία ενός κοινοτικού μηχανισμού χρηματοδότησης των ασθενέστερων κρατών με πολύ χαμηλό επιτόκιο, που θα κάλυπτε τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου τους. Αλλά αυτό ήταν περιττό, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία που ενέπνευσε τη διαμόρφωση της Ευρωζώνης. Κατ’ αυτήν, η διόρθωση των ανισορροπιών στα ισοζύγια πληρωμών θα επερχόταν αυτόματα. Η υπέρβαση ενός ανεκτού ορίου του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών θα οδηγούσε σε παύση χρηματοδότησης των εισαγωγών από τις τράπεζες, με συνέπεια το κλείσιμο επιχειρήσεων, τη μείωση της ζήτησης για τα εισαγόμενα προϊόντα, τη μείωση των μισθών εξαιτίας της κρίσης και, αργότερα, τη βαθμιαία επάνοδο στην ομαλότητα των συναλλαγών, στην ανάκαμψη. Το θεωρητικό αυτό σχήμα δεν επαληθεύθηκε. Οι τράπεζες συνέχισαν να χρηματοδοτούν τις επιχειρήσεις και τα κράτη, ακόμη και όταν ξεπεράστηκαν τα ασαφή όρια ασφαλείας που έπρεπε να τηρούνται. Όταν στέρεψε το χρήμα τους, τα κράτη αναγκάσθηκαν να καλύψουν το κενό δανειζόμενα από τις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση, τελικά, ενός τεράστιου δημοσίου χρέους.

Οι Συνθήκες δεν προβλέπουν μεταβιβάσεις πόρων από τα πιο εύπορα στα πιο αδύναμα κράτη. Οι κανόνες για επιχορηγήσεις κρατών και δραστηριοτήτων είναι αυστηρά καθορισμένοι και πολύ συγκεκριμένοι ως προς τις δράσεις που επιτρέπεται να χρηματοδοτηθούν. Αποτελούν εξαιρέσεις. Το χάσμα ανάμεσα σε βορρά και Νότο ελάχιστα περιορίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο.

Στις ΗΠΑ και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβλέπεται η μεταβίβαση πόρων από την κεντρική εξουσία στα ομόσπονδα κράτη, η ανάπτυξη των οποίων υστερεί. Είναι μια λύση που έχει προταθεί και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με υπολογισμούς που έγιναν το 2010, ο μέσος όρος των φορολογικών εισπράξεων ανά κάτοικο στην Ένωση ήταν 7.146 ευρώ. Επτά χώρες είχαν εισπράξεις κατώτερες του μέσου όρου, και θα εδικαιούντο ενίσχυση σε περίπτωση που καθιερωνόταν η μεταβίβαση πόρων από τις πιο ανεπτυγμένες περιοχές σε εκείνες που υστερούν. Για την ενίσχυση αυτή, θα έπρεπε να συνεισφέρουν, η Φινλανδία 3.500 ευρώ ανά κάτοικο, η Γαλλία 940 ευρώ, και η Γερμανία περίπου 100, διότι το ανατολικό τμήμα της είναι φτωχό. Το σύνολο της αναγκαίας συμβολής για την εξισορρόπηση των εισοδημάτων θα έφτανε περίπου τα 200 δισ. ευρώ ετησίως. Είναι ένα εξαιρετικά υψηλό ποσό. Ο ουσιαστικός κίνδυνος αυτής της λύσης ήταν ότι οι μεταβιβάσεις πόρων χωρίς όρους πιθανότατα δεν θα άλλαζαν τις συνθήκες στις χώρες της περιφέρειας, θα παγίωναν το χάσμα ανάμεσα στον βορρά που παράγει και τον Νότο που καταναλώνει, όπως συμβαίνει στην Ιταλία. Η λύση μιας νέας ομοσπονδιακής οργάνωσης, με νέες φορολογίες στις ανεπτυγμένες χώρες και μεταβιβάσεις πόρων στην περιφέρεια της Ένωσης, δεν γίνεται άλλωστε αποδεκτή στις περισσότερες χώρες, θεωρούν λιγότερο δαπανηρό και πιο αποτελεσματικό το υπάρχον σύστημα ενίσχυσης των φτωχότερων περιοχών με διαρθρωτικά προγράμματα και ειδικές επιδοτήσεις. Με αυτό το σύστημα, το 2009, η Γερμανία κατέβαλε 6.358 εκατ. ευρώ, το μεγαλύτερο ποσό για ενδοκοινοτική βοήθεια, και η Ελλάδα εισέπραξε 3.121 εκατ. ευρώ, τη δεύτερη κατά σειρά μεγέθους ενίσχυση.

Η ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος συγκάλυψε για ένα διάστημα τις έντονες διαφορές οικονομικής ευρωστίας μεταξύ των χωρών. Αποτέλεσμα ήταν να μπορέσουν χώρες με περισσότερα προβλήματα να δανείζονται με το ίδιο περίπου επιτόκιο με εκείνες των οποίων η οικονομία ήταν ισχυρή. Όταν άρχισε βαθμιαία να διαφοροποιείται το επιτόκιο μεταξύ τους, όπως μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας, διαπιστώθηκε ότι οι τράπεζες των ισχυρών χωρών είχαν υπερδανείσει ορισμένες από τις αδύναμες χώρες. Αυτό αποτελούσε πρόβλημα. Η αδυναμία τους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους θα μπορούσε να προκαλέσει τραπεζική κρίση στις ανεπτυγμένες χώρες, κατά κύριο λόγο στη Γερμανία και τη Γαλλία, και να προξενήσει αναστάτωση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι τράπεζες, για να αποφύγουν τις επαπειλούμενες ζημίες, μετέθεσαν την επίλυση του προβλήματος στις κυβερνήσεις, και οι κυβερνήσεις στην Ένωση. Η τελευταία κλήθηκε να αναλάβει το κόστος διάσωσης είτε των χωρών είτε των τραπεζών, πράγμα που όμως αποτελούσε παράβαση βασικών κανόνων της λειτουργίας της.

O χώρες της περιφέρειας της Ένωσης παρουσιάζουν, εκτός της μειωμένης ανταγωνιστικότητας, και υστερήσεις στην οργάνωση της διοίκησης, στην αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών τους, στις γνώσεις και ικανότητες των υπαλλήλων τους. Οι ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζονται, αλλά με καθυστερήσεις, με ατέλειες και με τρόπο που δεν συμπίπτει με τις επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, για παράδειγμα, αποτελούσε μέχρι πρόσφατα τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών, από το οποίο δεχόταν και εντολές. Η λειτουργία της ως Ανεξάρτητης Αρχής συνοδεύθηκε από έντονες διαμάχες στο Διοικητικό Συμβούλιό της για τον τρόπο παρουσίασης των στοιχείων.

Η υστέρηση αυτή στη λειτουργία των θεσμών στήριξε τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα, ίσως και άλλες περιφερειακές χώρες, δεν θα έπρεπε να έχουν γίνει μέλη της ΟΝΕ. Η ΟΝΕ όμως δεν είναι μια παρέα προηγμένων χωρών που έχουν κοινά συμφέροντα απέναντι στις χώρες που υστερούν. Είναι ένα εξελικτικό στάδιο της Ένωσης, ώστε να διευκολυνθεί η οικονομική συνεργασία των μελών της, να δημιουργηθούν σχέσεις οι οποίες θα ενδυναμώνουν την κοινή προσπάθεια ανάπτυξης, να επιτευχθεί η βαθμιαία σύγκλιση των οικονομιών και η καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχουν η κατάργηση των συνόρων και οι κοινές επιδιώξεις. Είναι κοινό σχέδιο προόδου που αποβλέπει, τελικά, στην πολιτική ένωση. Οφείλει λοιπόν να εντάσσει στον σχεδιασμό τόσο τους πιο ισχυρούς με τις δυνατότητάς τους όσο και τους πιο αδύνατους με τις αδυναμίες τους. Να λαμβάνει υπόψη τις ανισότητες και να συνυπολογίζει το γεγονός ότι οι ανεπτυγμένες χώρες δεν επιβαρύνονται μόνο, αλλά αποκομίζουν και σημαντικά κέρδη, χάρη στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες τους και στις εξαγωγές τους.

Όταν ιδρύθηκε η ΟΝΕ, πολλοί παρατηρητές στη Μ. Βρετανία και στις ΗΠΑ θεώρησαν ότι το εγχείρημα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία. Υποστήριξαν ότι μια νομισματική ένωση προϋποθέτει μια πολιτική ενοποίηση, ώστε να υπάρχει μια κεντρική εξουσία που θα λαμβάνει τις απαραίτητες αποφάσεις. Η απουσία της θα οδηγούσε την Ένωση σε αδιέξοδα. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, επανέλαβαν ότι «η Ευρώπη συναντά δυσκολίες επειδή οι πολιτικές ελίτ υποχρέωσαν την ευρωπαϊκή ήπειρο να υιοθετήσει ενιαίο νόμισμα, μολονότι δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό».11 Αποκάλεσαν την ΟΝΕ «ευρωσαλάτα». Προέβλεψαν ότι, σε περίπτωση κρίσης σε μια χώρα της ΟΝΕ, εκείνη, μη έχοντας τη δυνατότητα να αποκαταστήσει την οικονομική σταθερότητα με υποτίμηση του νομίσματος της, θα υποχρεωθεί σε εσωτερική υποτίμηση , δηλαδή σε συνεχείς μειώσεις των τιμών και των αμοιβών. Το αποτέλεσμα θα είναι η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των εργαζομένων και μια έντονη ύφεση, που θα επιδεινώσουν την κατάσταση.

Οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν εν μέρει αυτές τις προβλέψεις. Η ΟΝΕ λειτούργησε θετικά για όλα της τα μέλη τα πρώτα χρόνια, οι χώρες της περιφέρειας παρουσίασαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το κόστος του δανεισμού τους μειώθηκε αισθητά, και συνέκλιναν προς τις ανεπτυγμένες χώρες. Η κρίση που ξέσπασε το 2007 έδειξε ότι η πρόοδος αυτή ήταν εύθραυστη. Δεν συντελέσθηκε με γνώση των πιθανών επιπτώσεων και με προετοιμασία των αντίμετρων. Η ηγεσία της ΟΝΕ παρέβλεψε τη μάλλον βέβαιη μεγέθυνση των ελλειμμάτων και δεν προβληματίσθηκε για την κρίση χρέους την οποία συνεπαγόταν αυτή η μεγέθυνση.

Αρχικά, τα μέλη της ΟΝΕ, αντιμέτωπα με τη χρηματοπιστωτική κρίση και την ύφεση που είχε εκδηλωθεί ήδη από τα τέλη του 2007, αρνούνταν να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα. Στις 12 και 13 Σεπτεμβρίου 2008, δύο μέρες πριν από την κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας Lehmann Brothers, συναντήθηκαν οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης και ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να συζητήσουν αν -και σε ποια έκταση- υπάρχει κρίση, και ποια μέτρα θα έπρεπε να ληφθούν. Οι Υπουργοί αποφάνθηκαν ότι τα στοιχεία που έδειχναν υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ένωση δεν δικαιολογούσαν την άποψη ότι υπήρχε κρίση! Συμφώνησαν επίσης ότι δεν απαιτείτο ένα ευρωπαϊκό σχέδιο παρέμβασης. Χρειάσθηκε, στη συνέχεια, περίπου ένας μήνας διαπραγματεύσεων, δηλώσεων και «κακοφωνίας», όπως παρατήρησε ο Τύπος, για να υπάρξει, στις 12 Οκτωβρίου 2008, στη Σύνοδο των Πρωθυπουργών της Ευρωζώνης και της Μ. Βρετανίας, μια κοινή αντιμετώπιση της τραπεζικής κρίσης που είχε εκδηλωθεί.

Η εμπειρία αυτή είχε κάνει πιο προσεκτικά τα μέλη της ΟΝΕ. Όταν όμως, έναν χρόνο αργότερα, ανέκυψε η ελληνική κρίση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι ανεπτυγμένες χώρες της Ένωσης παρέβλεψαν ότι η εξέλιξη στην Ελλάδα δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα κακής διαχείρισης από μέρους μιας κυβέρνησης. Δεν δέχονταν ότι ήταν και συνέπεια των ανισορροπιών μεταξύ των περιφερειακών χωρών και του κεντρικού πυρήνα της, καθώς και της πέρα από τα ενδεδειγμένα όρια αύξησης του δανεισμού προς την περιφέρεια. Μόλις στα τέλη του 2009 η ΟΝΕ άρχισε να συνειδητοποιεί ότι οι διαφορές ανταγωνιστικότητας στην Ένωση, η υπερχρέωση των περιφερειακών χωρών και η ανασφάλεια που είχε προκληθεί από τη χρηματοπιστωτική κρίση, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες δυσάρεστες εξελίξεις. Τα πιθανά αρνητικά αποτελέσματα στις τράπεζες και στις οικονομίες όλων των κρατών-μελών τής προξένησαν ανησυχία.

Η άμεση αντίδραση της ηγεσίας της ήταν να υπερασπισθεί και πάλι τον θεσμοθετημένο τρόπο λειτουργίας της Ένωσης και της ΟΝΕ. Να θεωρήσει τα αρνητικά φαινόμενα ως συνέπεια της παράβασης των κανόνων του Μάαστριχτ, καθώς και της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η ευθύνη, κατ’ αυτήν, βάρυνε τις σπάταλες κυβερνήσεις, τις χώρες που συμμετείχαν στην ΟΝΕ χωρίς να πληρούν τις προϋποθέσεις, και τα απείθαρχα κράτη που δεν εφάρμοζαν τις ρυθμίσεις για τα ανώτατα όρια του ελλείμματος και του χρέους. Δεν ήταν υπεύθυνη η ενιαία αγορά, το ενιαίο νόμισμα, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και, γενικότερα, η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου. Ένδειξη ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι δεν υπήρξε από επίσημα χείλη.

 

Η υποχρέωση αλληλεγγύης

Το πλέγμα που έχει δημιουργηθεί από τη μέχρι τώρα κοινή πορεία αποτελεί μια τεράστια επένδυση σε ιδέες, κεφάλαια και εργασία, που κανένα από τα μέλη της ΟΝΕ δεν είναι σε θέση να αγνοήσει και να θυσιάσει χωρίς τεράστιο κόστος και για το ίδιο. Τα αποτελέσματα μιας διάσπασης ή διάλυσής της είναι αδύνατον να υπολογισθούν. θα ήταν εξαιρετικά αρνητικά, ακόμη και για εκείνους που ίσως θεωρούν ότι η ΟΝΕ δεν εγγυάται πλήρως τα οικονομικά τους συμφέροντα. Όλες οι χώρες θα υποβαθμίζονταν κατά πολύ, όσον αφορά την πολιτική τους απήχηση και τις οικονομικές τους δυνατότητες. «Θα ήταν ένα πλήγμα ολκής στο ευρύτερο ευρωπαϊκό εγχείρημα, το οποίο εξασφάλισε ειρήνη και δημοκρατία στην ευρωπαϊκή ήπειρο». Τα μέλη της ΟΝΕ είναι, γι’ αυτό, δεσμευμένα να συνεργάζονται, να προβλέπουν και να προλαβαίνουν εξελίξεις που θα έθεταν σε κίνδυνο το ευρώ και τη συνοχή της. Έχουν την υποχρέωση αλληλεγγύης.

Η αλληλεγγύη είναι ένας όρος ελάχιστα αρεστός σε ορισμένες χώρες της Ένωσης, θεωρούν ότι υποδηλώνει μια υποχρέωση να συμπαρασταθούν στους άλλους, μια δέσμευση που λειτουργεί εις βάρος τους. Δεν θέλουν να την αναλάβουν. Τα πράγματα όμως επιβάλλουν την αμοιβαία σύμπραξη και στήριξη. Η έκτασή τους καθορίζεται όχι μόνο από τα νομικά κείμενα αλλά και από τις συνθήκες, τις σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί και τους κινδύνους που ανακύπτουν. Σε ένα σύνολο όπου υπάρχουν συνεχείς και χρήσιμες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα μέλη του, τόσο ο ισχυρότερος όσο και ο ασθενέστερος έχουν συμφέρον για τη διατήρηση και την ενίσχυσή του. Ταυτόχρονα, όμως, ισχύει ο κανόνας ότι ο βαθμός αλληλεγγύης συναρτάται με το επίπεδο συμμόρφωσης προς τους κοινούς κανόνες και συμβολής στην κοινή προσπάθεια. Εάν κάποιος αρνείται να πειθαρχήσει στα όσα συμφωνήθηκαν από κοινού, δίνει το δικαίωμα στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας να του αρνηθούν την αλληλεγγύη τους.

 

Από το βιβλίο «Εκτροχιασμός» (σσ. 17-36, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2012)