Είναι η Σοσιαλδημοκρατία Πολιτική «Διαχείριση»;

Είναι η Σοσιαλδημοκρατία Πολιτική «Διαχείριση»;

Κατά την παραδοσιακή Αριστερά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ περιορίστηκε μόνο σε «διαχείριση». Η ίδια κριτική είχε ασκηθεί εδώ και δεκαετίες στις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μη ομολογουμένη βάση της είναι η πεποίθηση ότι η Αριστερά τότε μόνο νομιμοποιείται ως κυβέρνηση, όταν εργάζεται για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Αλλιώς προδίδει τις αρχές της. Σ’ αυτή τη βάση και τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν επιδίωξαν την ανατροπή και ως κόμματα εξουσίας αυτομόλησαν προς το σύστημα.

Η κριτική θέτει το ερώτημα του ρόλου των σοσιαλιστικών κομμάτων στον κοινοβουλευτισμό. Οφείλουν να απέχουν από την εξουσία; Η απάντηση είναι βεβαίως αρνητική. Το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο του κοινωνικού κράτους, που καθόρισε και το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, αντιμετώπισε πολύ καλύτερα τα προβλήματα των εργαζομένων από οποιοδήποτε άλλο σύστημα, όπως ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» ή η «κοινωνική οικονομία της αγοράς». Αλλά και τα αποτελέσματα της «διαχείρισης» της οκταετίας δείχνουν ότι ο μέσος πολίτης στην Ελλάδα βελτίωσε σημαντικά την οικονομική και κοινωνική του θέση σε σχέση με το παρελθόν. Αύξησε το ει- σόδημά του και απόλαυσε κοινωνικές παροχές.

Ένα σοσιαλιστικό κόμμα οφείλει να επιδιώκει την εξουσία. Να μη διαλέγεται μόνο. Ο σοσιαλισμός είναι προπαντός πράξη για τη συντριπτική πλειονότητα που αναζητεί καλύτερες συνθήκες ζωής. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν τον απραγματοποίητο μέχρι σήμερα μετασχηματισμό του καπιταλισμού σε σοσιαλιστική κοινωνία. Θέλουν άμεση, χειροπιαστή, μετρήσιμη βελτίωση. Θέλουν το σοσιαλιστικό κόμμα να κυβερνά για να αλλάξει η ζωή τους προς το καλύτερο. Η σοσιαλιστική διακυβέρνηση πρέπει να έχει γι’ αυτό το θάρρος της δράσης, έστω κι αν αυτή συνεπάγεται διαφωνίες και απογοητεύσεις. Ο μεγαλύτερος εχθρός είναι η συμμόρφωση με αδιέξοδα ιδεολογήματα και η υποκατάσταση της κριτικής ανάλυσης του σήμερα με εκτός τόπου και χρόνου θεωρίες. Η σοσιαλιστική πολίτική δεν συνίσταται αποκλειστικά στην εφαρμογή ενός μεγάλου μεσσιανικού σχεδίου. Συνδέεται με ρεαλισμό, πράξη, πραγματοποίηση στόχων, χειροπιαστά αποτελέσματα. Υπηρετεί μια ρεαλιστική ουτοπία.

Ο σοσιαλισμός που ακολουθεί την «ορθή θεωρία», αλλά συνεπάγεται κοινωνική στασιμότητα, θεμελιώνει αναπόδραστα αυταρχικά καθεστώτα. Η χωρίς μέτρα αύξηση των ελλειμμάτων για «χάρη του λαού» καταλήγει σε πτώχευση, δεξιές εξυγιάνσεις και την επικυριαρχία του διεθνούς κεφαλαίου.

Υπάρχουν άφθονα ιστορικά παραδείγματα και για τις δύο περιπτώσεις.

Μεταφέρθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα από τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία ο όρος «σοσιαλφιλελευθερισμός». Ο όρος υποδηλώνει με τρόπο απαξιωτικό μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, που ασκεί φιλελεύθερη πολιτική. Θα αναφερθώ σε τρία θέματα, που προβάλλονται ως δήθεν απόδειξη της ιδεολογικής μεταστροφής του ΠΑΣΟΚ: το χαμηλό ύψος των κοινωνικών δαπανών, οι αποκρατικοποιήσεις και η αποχώρηση του κράτους από την αναπτυξιακή δραστηριότητα.

Κατ’ αρχάς το ύψος των κοινωνικών δαπανών κατά την οκταετία 1996-2004 ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Έφτασε περίπου το 27% του ΑΕΠ, ποσοστό υψηλότερο του μέσου όρου των κοινωνικών δαπανών στην Ε.Ε.-15. Το μέγεθος της κοινωνικής δαπάνης θα μπορούσε να είναι βέβαια ακόμη μεγαλύτερο, αν η κυβέρνηση δεν διέθετε τόσους πόρους για την ανάπτυξη των συγκοινωνιακών υποδομών (αυτοκινητόδρομοι, γέφυρα Ρίου, γραμμές σιδηροδρόμου κ.ά.), τους εξοπλισμούς ή τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στην περίπτωση όμως που περιορίζονταν οι χρηματοδοτήσεις στις συγκοινωνίες, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα ήταν τελικά χαμηλότεροι με αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση. Στην περίπτωση των εξοπλισμών, αν γίνονταν άκαιρες και δραστικές περικοπές, θα αύξαναν σημαντικά οι κίνδυνοι για μια μελλοντική αντιπαράθεση με την Τουρκία. Η Τουρκία με ανοικτό το θέμα της υφαλοκρηπίδας, διαπιστώνοντας την έλλειψη μιας αξιόλογης αμυντικής δύναμης της Ελλάδας, θα μπορούσε να επαναλάβει επεισόδια όπως στα Ίμια. Η διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων είχε αποφασιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και υιοθετήθηκε από τη δική μας. Η διεξαγωγή τους αποτελούσε μοναδική ευκαιρία για την ανάδειξη της χώρας με πολλαπλά οφέλη, που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν το δυσανάλογο για το μέγεθος της χώρας οικονομικό κόστος.

Το κρίσιμο ερώτημα για να κριθεί η στάση μιας κυβέρνησης είναι αν θεώρησε την κοινωνική πολιτική ως προϋπόθεση ή ως επακόλουθο της ανάπτυξης, αν καθυστέρησε τα κοινωνικά μέτρα για μετά την ανάπτυξη. Για την κυβέρνηση της οκταετίας η κοινωνική πολιτική ήταν αλληλένδετη με την αναπτυξιακή διαδικασία. Το πιστοποιούν η συνεχής αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων στο σύνολο της οκταετίας, ο περιορισμός των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών της χώρας, η μείωση του αριθμού των ατόμων που ήταν εκτεθειμένα σε κίνδυνο φτώχειας, και βέβαια η μεγάλη αύξηση των κοινωνικών δαπανών.

Η Ελλάδα δεν βρίσκεται πια στην αρχική φάση ανάπτυξης, κατά την οποία ελλείπουν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις της οικονομικής δραστηριότητας και πρέπει το κράτος να τις δημιουργήσει. Οι ιδιωτικοποιήσεις, όπως της Ιονικής Τράπεζας ή των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, και ο περιορισμός των κρατικών επιχειρηματικών δράσεων είναι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές. Βοηθούν να αποσυρθεί το κράτος από δραστηριότητες τις οποίες δεν μπορεί να ασκήσει πια ικανοποιητικά και να αναπτυχθούν ιδιωτικές επιχειρήσεις που εξασφαλίζουν απασχόληση και πόρους. Οι αποκρατικοποιήσεις αποτελούν προσαρμογές στις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Επιτρέπουν στο κράτος να προωθήσει την ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη με άλλους τρόπους, πιο αποδοτικούς.

Η Ολυμπιακή Αεροπορία είναι η πιο πειστική απόδειξη για την αδυναμία του πελατειακού κράτους να ασκήσει πετυχημένα επιχειρηματικές δραστηριότητες. Τα συνεχή ελλείμματα επί όλων των κυβερνήσεων, και όχι μόνο επί κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, κόστισαν στους πολίτες ποσά, πολύ μεγαλύτερα από όσα θα χρειάζονταν για να καλυφθούν ικανοποιητικά οι ανάγκες σε νοσηλευτικό προσωπικό, ώστε να λειτουργήσουν καλύτερα τα νοσοκομεία. Κόστισαν χωρίς λόγο καθώς τα ελλείμματα τα προκαλούσαν το υπεράριθμο προσωπικό των πελατειακών διορισμών, οι ασύμφορες υπερατλαντικές πτήσεις, συνέπεια συντεχνιακών απαιτήσεων, και οι προσδεδεμένες στην πελατειακή και συντεχνιακή νοοτροπία διοικήσεις.

Η αποκρατικοποίηση δεν αποτελεί μια «φιλελεύθερη αμαρτία». Ούτε η επιβολή της μορφής της Ανώνυμης Εταιρείας σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, ώστε να έχουν υποχρεωτικά προϋπολογισμούς, ισολογισμούς και διαφανή στοιχεία, αποτελεί «νεοφιλελεύθερη» οπισθοδρόμηση. Κριτήριο είναι η εξυπηρέτηση του πολίτη. Κριτήριο είναι αν παρέχονται στον πολίτη οι αναγκαίες υπηρεσίες σε ικανοποιητική ποιότητα και τιμή, αν η επιχείρηση συμβάλλει στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας δεν καθορίζει το χαρακτήρα μιας πολιτικής ως σοσιαλιστικής ή νεοφιλελεύθερης. Η διαφορά ανάμεσα στη σοσιαλιστική και τη νεοφιλελεύθερη πολιτική βρίσκεται στην αντίληψη για τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησης. Η σοσιαλιστική πολιτική επιδιώκει η επιχείρηση να υπακούει σε ορισμένους κανόνες που, εκτός από τους κανόνες του κέρδους, αφορούν την παροχή υπηρεσιών προς όλους, τη διάρκειά τους, την ποιότητά τους και την προσιτή τιμή. Απόρροια της σοσιαλιστικής αντίληψης είναι το γεγονός ότι, κατά την οκταετία, της απελευθέρωσης των αγορών προηγήθηκε η ίδρυση ρυθμιστικών αρχών, ως οργάνου ελέγχου της αγοράς. Οι νεοφιλελεύθεροι, σε αντίθεση με τους σοσιαλιστές, αρνούνται κανόνες.

Οι σοσιαλιστές πιστεύουν επίσης ότι ορισμένες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, όπως η εκπαίδευση ή η ιατρική περίθαλψη, πρέπει να έχουν κατά κύριο λόγο δημόσιο χαρακτήρα και να χρηματοδοτούνται από το κράτος ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Απόρροια αυτής της αντίληψης ήταν ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας παρέμεινε ο κύριος φορέας ιατρικής περίθαλψης και ενισχύθηκε οργανωτικά και χρηματοδοτικά για να καταστεί πιο αποτελεσματικό. Το ίδιο συνέβη με το εκπαιδευτικό σύστημα σε όλη του την κλίμακα.

Απουσία του κράτους από τη σοβαρή αναπτυξιακή δραστηριότητα δεν υπήρξε. Κατά την οκταετία οι δημόσιες επενδύσεις. ως ποσοστό του ΑΕΠ, ήταν υψηλότερες από εκείνες των προηγούμενων δεκαετιών. Στη διάρκειά της η Ελλάδα κατείχε την τρίτη υψηλότερη θέση στις δημόσιες επενδύσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι επενδύσεις της ήταν τουλάχιστον μιάμιση φορά υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, κατά την εικοσαετία 1971-90 η Ελλάδα είχε τις λιγότερες δημόσιες επενδύσεις από οποιοδήποτε άλλο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αριθμοί δείχνουν από μόνοι τους την αποφασιστική παρουσία της κυβέρνησης εκεί που έπρεπε.

Οι δημόσιες επενδύσεις δεν είναι όμως αυτές καθεαυτές πανάκεια. Ούτε αποτελεί σοσιαλιστική πολιτική η πραγματοποίηση όποιων έργων οπουδήποτε σε ικανοποίηση τοπικών αιτημάτων. Χρειάζεται σχέδιο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της χώρας. Όπως είναι επιβεβλημένη και η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα για να κατανεμηθούν τα βάρη και να συγκρατηθεί η φορολογική επιβάρυνση των πολιτών. Η συγχρηματοδότηση έργων όπως του αεροδρομίου των Σπάτων και της Αττικής οδού εξασφάλισε στην κοινωνία περισσότερους πόρους και επέτρεψε την κατά πολύ ταχύτερη ολοκλήρωσή τους.

Η συζήτηση για το τι είναι σοσιαλιστικό και τι νεοφιλελεύθερο συντηρείται σκόπιμα, τόσο από τους συντηρητικούς όσο και από την παραδοσιακή Αριστερά, σε ένα αφηρημένο και γενικό επίπεδο. Μια τέτοια γενική συζήτηση εξυπηρετεί τον κοινό τους στόχο, να καταδείξουν ότι ανάμεσα στη Δεξιά και στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές. Άρα οι ψηφοφόροι δεν έχουν παρά να επιλέξουν ανάμεσα στη Δεξιά, που περιλαμβάνει και τον μεσαίο χώρο, και τη γνήσια Αριστερά. Όσο για τα ενδιάμεσα σχήματα, διατείνονται, εξυπηρετούν την παραπλάνηση.

Η συζήτηση, αντίθετα, πρέπει να στρέφεται στο συγκεκριμένο, μόνο έτσι αποκτά νόημα. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της μερικής απασχόλησης. Για τους συντηρητικούς η μερική απασχόληση είναι αναγκαία συνέπεια της απελευθέρωσης της αγοράς. Για τη δογματική Αριστερά είναι καταδικαστέα πρακτική γιατί υποσκάπτει τη μόνιμη απασχόληση. Όμως η μερική απασχόληση αποτελεί λύση για χιλιάδες πολίτες, που δεν έχουν το χρόνο ή τη δυνατότητα να καλύψουν ένα πλήρες ωράριο, όπως οι νοικοκυρές, οι φοιτητές, ή οι συνταξιούχοι. Έχουν και αυτοί δικαίωμα στην απασχόληση. Το ζητούμενο δεν είναι, λοιπόν, αν πρέπει να επιτραπεί ή όχι η μερική απασχόληση, αλλά ποιοι όροι πρέπει να ισχύουν ώστε ο εργαζόμενος να μην είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το ζητούμενο, αντίθετα, είναι, π.χ., πώς ρυθμίζονται τα θέματα της κοινωνικής ασφάλισης ή του χρόνου εργασίας.

Οι πρωταγωνιστές της ιδεολογικής συζήτησης για το χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής παραβλέπουν πολλές φορές σκόπιμα μια απλή αλήθεια. Η οραματική διάσταση είναι αναπόφευκτο να υποχωρεί, όταν το σοσιαλιστικό κόμμα αναλαμβάνει την κυβερνητική εξουσία και επωμίζεται την ευθύνη για τις αρνητικές πλευρές της κοινωνικής ζωής. Η απαίτηση για καθολική αλλαγή της κοινωνίας, εδώ και τώρα, υποχωρεί μπροστά στη διαπίστωση ότι για την αλλαγή -τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας- χρειάζονται πολύ περισσότερα από θέληση. Χρειάζονται πολλά που δεν υπάρχουν σε επάρκεια, όπως πόροι, υποδομές, υψηλού επιπέδου στελέχη, και που παίρνουν χρόνο για να διαμορφωθούν. Η έλλειψή τους επιβάλλει προσαρμογές. Ο σοσιαλισμός δεν συνίσταται μόνο και μόνο σε ένα απέραντο ανεξάντλητο ταμείο, το οποίο ικανοποιεί αμέσως όλα ανεξαιρέτως τα αιτήματα.

Ο κοινοβουλευτισμός γενικά οδηγεί στην ομοιομορφία. Ηγεσίες, κομματικοί μηχανισμοί, καθοδηγητικά όργανα, προγράμματα, προεκλογικές καμπάνιες συμμορφώνονται σε ό,τι είναι αναγκαίο για την επικράτηση στις εκλογές. Το πάθος, η φαντασία για τομές, η εσωτερική πίεση για συνεχή δράση περιορίζονται υπό την πίεση της ρουτίνας, του καθημερινού επί χρόνια ίδιου πολιτικού αγώνα. Η διαμόρφωση νέων κατευθύνσεων, η ένταξη νέων κοινωνικών ομάδων, τα νέα πρόσωπα συναντούν εμπόδια από τους υφιστάμενους κομματικούς μηχανισμούς, οι οποίοι διαθέτουν ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Η πολύχρονη παρουσία των ίδιων στελεχών επιδρά στην κοινωνική ευαισθησία και στην ταχύτητα των αντιδράσεων του κόμματος. Τα κόμματα κουράζονται, γερνούν όπως οι άνθρωποι. Χάνουν τη διάθεση να δημιουργούν το νέο, να υπερασπίζονται το διαφορετικό, να χρησιμοποιούν το καινούργιο.

Όμως τα σοσιαλιστικά κόμματα έχουν τη δύναμη να αναμορφώνονται. Το έδειξε το ΠΑΣΟΚ το 1996, όταν παρέλαβα ένα κόμμα απορροφημένο σε προσωπικές διαμάχες και μια κυβέρνηση σε σύγχυση. Ο σημερινός του ρόλος ως αντιπολίτευσης θα βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ να διερευνήσει τα προβλήματα που οφείλει να αντιμετωπίσει. Υπάρχει τώρα περισσότερος χρόνος για τη διαμόρφωση νέων πολιτικών, για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις συνεργασίας με νέα πρόσωπα και νέες κοινωνικές ομάδες.

Από το βιβλίο «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996-2004» (σσ. 552-559, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2005)