Άρθρο στην εφημερίδα “Τα Νέα” με τίτλο “Οικονομική Διακυβέρνηση. Απάντηση στην κρίση;”

Άρθρο στην εφημερίδα “Τα Νέα” με τίτλο “Οικονομική Διακυβέρνηση. Απάντηση στην κρίση;”

Στις 7 Φεβρουαρίου το αγγλικό περιοδικό Economist δημοσίευσε ένα κύριο άρθρο, στο οποίο διαπίστωνε ότι η Ευρωζώνη μάλλον χρειάζεται κάτι αντίστοιχο προς τα «σχέδια διάσωσης» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να στηρίξει την οικονομία ορισμένων κρατών της. Αυτό θα σήμαινε, τόνιζε, έναν ισχυρότερο ρόλο για το κέντρο και μια πιο παρεμβατική επιτήρηση των προϋπολογισμών των κρατών μελών. Το παράδοξο κατά το περιοδικό είναι ότι η κρίση θα οδηγήσει έτσι σε εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης κάτι που δεν είχε επιτευχθεί υπό τις μέχρι σήμερα ομαλές συνθήκες.

Στην Ελλάδα ελπίζουν σε ευρωπαϊκές ρυθμίσεις αντιμετώπισης της κρίσης. Ιδιαίτερα το ευρωομόλογο θεωρείται μια κίνηση που θα μας βοηθήσει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων δανεισμού. Όμως είμαστε αμέτοχοι θεατές των εξελίξεων. Δεν έχουμε μελετημένη άποψη και δεν εκφράζουμε τεκμηριωμένη γνώμη. Χρειάζεται οικονομική διακυβέρνηση; Για ποια θέματα; Υπό ποίους όρους θα πρέπει να είναι δυνατή η χρηματοδότηση των οικονομικών της Ευρωζώνης;

Η κρίση μέχρι στιγμής έχει αναδείξει με σαφήνεια, ότι οι υπάρχοντες μηχανισμοί συνεννόησης της Ένωσης δεν αρκούν. Είναι πια κοινή συνείδηση ότι το σκέλος της Οικονομικής Ένωσης στην ΟΝΕ χρειάζεται αισθητή αναβάθμιση, μια οικονομική διακυβέρνηση.
Η Ένωση τον περασμένο Οκτώβριο αποφάσισε ένα σχέδιο πλαίσιο για τη διάσωση των τραπεζών. Όταν αυτό αποδείχθηκε ανεπαρκές για να συγκρατήσει την κρίση, ενέκρινε ένα πρόγραμμα πλαίσιο για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας. Και στις δύο περιπτώσεις όρισε στόχους-κατευθύνσεις για τα κράτη-μέλη. Τα κράτη-μέλη κατοχύρωσαν όμως το δικαίωμα να επιλέγουν όποια μέτρα θεωρούν ότι ανταποκρίνονται καλύτερα στη δική τους κατάσταση και να καθορίζουν αυτά τους αναγκαίους πόρους.

Οι σχολιαστές διαπίστωσαν ότι η Ένωση δεν μπόρεσε με τις αποφάσεις αυτές να κάνει το απαραίτητο βήμα για μια ενιαία επιτηρούμενη από τα όργανά της πολιτική. Πρόβλεψαν, ότι η ανάθεση σε κάθε κράτος μέλος της επιλογής των μέτρων και του ύψους της δαπάνης θα έχει ως συνέπεια τα σχέδια-πλαίσια να μην έχουν την αποτελεσματικότητα που επιβάλει η αντιμετώπιση της ύφεσης. Η εξέλιξη απέδειξε ότι η κριτική τους ήταν εύστοχη. Η κρίση συνεχίζεται και μάλιστα εντείνεται. Στα οικονομικά επιτελεία των χωρών της Ένωσης διαβλέπουν μια νέα έξαρση των προβλημάτων των τραπεζών και επέκταση της αποβιομηχάνισης και της ανεργίας. Αυτά τα θέματα αφορούν και μας. Τα προβλήματα των τραπεζών των νέων κρατών μελών έχουν επιπτώσεις και στις τράπεζές μας. Όλο και περισσότερο εντείνονται οι φωνές που ασκούν κριτική στη χαλαρή στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ζητούν ένα ενιαίο κέντρο αντιμετώπισης της κρίσης, μια οικονομική διακυβέρνηση.

Η συζήτηση, πώς θα αντιδράσει η Ένωση στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος της Ευρωζώνης βρεθεί στη δυσάρεστη κατάσταση να μην μπορεί να αναχρηματοδοτήσει τις δανειακές του υποχρεώσεις, έθεσε και πάλι έντονα το πρόβλημα της οικονομικής διακυβέρνησης. Η μέχρι τώρα κυρίαρχη άποψη, που ανταποκρίνεται στο πνεύμα και το γράμμα των συνθηκών, ήταν ότι κάθε κράτος της Ευρωζώνης θα πρέπει να εξασφαλίζει μόνο του τη χρηματοδότησή του. Τα άλλα κράτη δεν θα πρέπει να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά του. Εάν αυτό συνέβαινε θα υπήρχε ο κίνδυνος ορισμένα κράτη να αδιαφορήσουν για τις δεσμεύσεις της κοινής πολιτικής και να φορτώσουν την αντιμετώπιση των χρεών τους σε εκείνα «τα ενάρετα» κράτη που ακολουθούν πολιτική σύμφωνη με τους κανόνες της Συνθήκης. Γι’ αυτό και στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δήλωναν ότι τα κράτη που έχουν πρόβλημα μπορούν να απευθυνθούν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.).

Εμείς θεωρούμε όμως ότι η παραπομπή μιας χώρας της Ευρωζώνης πρέπει να αποφευχθεί. Θα έχει ως συνέπεια αρνητικές επιπτώσεις στην εικόνα της χώρας μας αλλά και στο ευρώ και θα επηρεάσει δυσμενώς τις σχέσεις των κρατών της Ευρωζώνης που στηρίζεται στην ιδέα της σύγκλισης των οικονομιών. Η αλληλεγγύη των μελών της επιβάλλει μια άλλη λύση. Ορισμένες χώρες της Ένωσης υποστηρίζουν γι’ αυτό ότι η επιθυμητή λύση θα πρέπει και να εξασφαλίζει χρηματοδότηση αλλά και να προλαμβάνει τον κίνδυνο της «ηθικής αδιαφορίας» ενός κράτους, δηλαδή μια πολιτική που δανείζεται αλόγιστα και επιβαρύνει τα άλλα κράτη με την εξόφληση των χρεών του. Η απάντηση στο πρόβλημα είναι απλή κατ’ αυτούς: να επιτραπεί στην Ένωση να δανείζει τα κράτη που έχουν δυσκολίες, αλλά με όρους τέτοιους που θα εξασφαλίζουν την εξυγίανση της οικονομίας τους. Η βοήθεια να συναρτάται με μόνιμες μεταρρυθμίσεις ώστε να αποκλείονται υποτροπές. Μια τέτοια λύση συνεπάγεται ένα κέντρο που παρακολουθεί όλα τα κράτη-μέλη, διαχειρίζεται τους πόρους για τα δάνεια και εκπονεί σχέδια διάσωσης. Απαιτεί μια μορφή οικονομικής διακυβέρνησης. Μια οριστική απόφαση στο θέμα της συμπαράστασης προς κράτη μέλη που έχουν ανάγκη χρηματοδότησης ίσως παρθεί στη Σύνοδο Κορυφής στις 18 Μαρτίου. Πρέπει εκεί να εκφράσουμε με σαφήνεια την άποψή μας.

Η οικονομική διακυβέρνηση είναι αναγκαία και για πολλούς άλλους λόγους. Η Ένωση θα συζητήσει προσεχώς θέματα οργάνωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών για να υπάρξει μια ισχυρή εποπτεία τους που θα αποτρέπει κρίσεις. Χρειάζεται στην Ευρώπη ενιαία εποπτική αρχή. Μια τέτοια αρχή θα προστατεύσει και τους Έλληνες καταθέτες και συναλλασσόμενους. Η Ένωση θα ασχοληθεί επίσης με τη χρήση του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, όπως είναι το δολάριο σήμερα. Χωρίς οικονομική διακυβέρνηση η πορεία του εγχειρήματος δεν θα έχει σταθερότητα και συνέπεια. Η αξία του ευρώ αφορά επίσης τους Έλληνες πολίτες. Όλο και περισσότερο είναι φανερό ότι η αντιμετώπιση της κρίσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο χρειάζεται μια κεντρική ευρωπαϊκή πολιτική επενδύσεων στις υποδομές, στις νέες τεχνολογίες, στην εξασφάλιση απασχόλησης, όπως είχε εισηγηθεί άλλοτε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ. Ντελόρ. Μία Ευρώπη επενδύσεων θα είναι μια Ένωση που θα βοηθά και την Ελλάδα να αντιμετωπίσει την κρίση. Η πολιτική αυτή δεν είναι δυνατή χωρίς οικονομική διακυβέρνηση.

Στην Ελλάδα όλα αυτά τα θέματα συζητούνται με κριτήριο τι μας συμφέρει βραχυπρόθεσμα. Υποστηρίζουμε λύσεις που μας βολεύουν ιδεολογικά χωρίς να σκεφτούμε με συνέπεια τι σημαίνουν. Απεχθανόμαστε την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, διότι δεν θέλουμε να είμαστε υποτελείς του. Ζητούμε τη βοήθεια της Γερμανίας και των άλλων αναπτυγμένων κρατών. Όταν όμως μας υποδεικνύουν ότι η λύση αυτή συνεπάγεται μια αντίστοιχη εποπτεία με εκείνη του Δ.Ν.Τ., διαμαρτυρόμαστε. Θέλουμε δηλαδή τα λεφτά των άλλων αλλά με δικαίωμα να τα ξοδεύουμε όπως θέλουμε εμείς, χωρίς περιορισμούς. Η ελληνική κυβέρνηση απαγορεύει στις ελληνικές τράπεζες να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα του σχεδίου διάσωσης των Τραπεζών για να βοηθήσουν τις θυγατρικές τους στις χώρες μέλη της Ανατολικής Ευρώπης. Εμείς όμως ζητούμε από τους εταίρους μας χρήματα για να αποφύγουμε τη χρεοκοπία των δικών μας τραπεζών. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι πολλοί καταγγέλλουν την Ένωση γιατί περιορίζεται στη ρύθμιση της νομισματικής πολιτικής και δεν προχωρεί στην οικονομική διακυβέρνηση, ενώ όταν αναλογιζόμαστε τις πιθανές συνέπειες της οικονομικής διακυβέρνησης οργισμένα την απορρίπτουμε.

Καιρός είναι να αναλύσουμε τα προβλήματα με θάρρος και συνέπεια. Να διαμορφώσουμε το δρόμο που θα εξασφαλίσει στην Ελλάδα μια άλλη θέση από εκείνη που της εξασφάλισε η Νέα Δημοκρατία, δηλαδή τη θέση ενός μονίμου προβλήματος. Να αποτελέσει η χώρα μας σταθερό υπερασπιστή της οικονομικής διακυβέρνησης για να δρομολογηθεί η έξοδος από την κρίση αλλά και η σύγκλιση της χώρας με τις αναπτυγμένες οικονομίες.