Ομιλία με θέμα: “Η Δημοκρατία σε κρίση;”

Ομιλία με θέμα: “Η Δημοκρατία σε κρίση;”

Οι σχολιαστές της πολιτικής ζωής σημειώνουν αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την πολιτική και τους πολιτικούς.  Κατά την άποψη που κυριαρχεί όλο και περισσότεροι πολίτες ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για τα δημόσια πράγματα.  Το χάσμα μεταξύ κυβερνώντων και πολιτών διευρύνεται.  Η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες, ο λαϊκισμός, η ψήφος διαμαρτυρίας θεωρούνται ως ενδείξεις της αποστροφής από την πολιτική.  Την αρνητική εικόνα συμπληρώνουν, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες περιγραφές η απώλεια της αξιοπιστίας των κομμάτων, της κυβέρνησης αλλά και της Βουλής.  Ιδεολογίες, πολιτικές θεωρίες δεν βρίσκουν απήχηση.  Μεγάλα σχέδια δεν υπάρχουν πια.  Η δημοκρατία παρουσιάζει παθολογικά φαινόμενα.

Έχουν όμως τα πράγματα έτσι;  Βρίσκεται η δημοκρατία σε αδιέξοδο;

Θέση μου είναι ότι:
Η αποκαλούμενη «κρίση της δημοκρατίας» δεν οφείλεται σε μόνιμη αδυναμία του θεσμού της δημοκρατίας να λειτουργήσει ομαλά υπό νέες συνθήκες.  Η εμφανιζόμενη δυσλειτουργία είναι στην πραγματικότητα μια κρίση πολιτικής.  Σχετίζεται με τις πολυσυλλεκτικές τακτικές των κομμάτων και την προσπάθειά τους να περιορίσουν την πολιτική δραστηριοποίηση των πολιτών σε ένα πλαίσιο που ελέγχουν.  Προκαλείται επειδή ο τρόπος άσκησης πολιτικής και τα περιεχόμενα της πολιτικής δεν προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα, δεν ανταποκρίνονται στα αιτήματα και τις ανάγκες των πολιτών.  Το αντίδοτο στη κρίση είναι η «επαναπολιτικοποίηση» της πολιτικής.  Η στροφή από τις δηλώσεις προθέσεων που ικανοποιούν όλους στη διαπάλη για την ουσιαστική λύση των προβλημάτων.
Θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω τη θέση αυτή.

Η αδυναμία της δημοκρατίας και η δυσαρέσκεια των πολιτών σήμερα δεν διαφέρει από ανάλογα φαινόμενα άλλοτε.

Το διαφορετικό σήμερα είναι ότι οι ορατές λύσεις, όταν υπάρχουν, αμφισβητούνται έντονα από πολλές πλευρές. Τα σημερινά προβλήματα δεν τίθενται μόνο από την μεγάλη πλειονότητα των πολιτών προς τους προνομιούχους που ασκούν οικονομική και πολιτική εξουσία, αλλά επίσης από ευρύτερα στρώματα προς άλλα στρώματα ομοίως πολυπληθή.  Από ομάδες που δεν έχουν διασφαλίσει βέβαιη απασχόληση, καλές συντάξεις και δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης προς ομάδες που έχουν εξασφαλίσει λύσεις αν και δεν διαφέρουν ριζικά ως προς την κοινωνική τους θέση από τις άλλες «μη προνομιούχες».  Οι σήμερα εργαζόμενοι και οι σήμερα ασφαλισμένοι βρίσκονται για παράδειγμα σε σαφώς ευνοϊκότερη θέση από εκείνους που τώρα εντάσσονται στην αγορά εργασίας.  Για τους τελευταίους οι δυνατότητες εξεύρεσης εργασίας είναι πιο περιορισμένες και οι ασφαλιστικές ρυθμίσεις που θα ισχύσουν χειρότερες.  Αλλαγές στις εργασιακές και τις ασφαλιστικές ρυθμίσεις για τις «μελλοντικές γενεές» δεν βρίσκουν αποδοχή.  Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να δώσει απαντήσεις.  Υπάρχει ως εκ τούτου η αδυναμία, η αμφιβολία και ο δισταγμός των πολιτικών να παρέμβουν.  Δημιουργείται έτσι η εικόνα απραξίας και κρίσης της πολιτικής.

Η σημερινή «κρίση της πολιτικής» συνδέεται με την επέκταση των μεσαίων στρωμάτων και τον πολλαπλασιασμό των πολιτών με φωνή και απαίτηση συμμετοχής.  Οι υπηρεσίες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία στην οικονομική ζωή και με αυτές τα μεσαία στρώματα.  Οι αγρότες που αποτελούσαν τον κύριο όγκο της πολιτικής πελατείας έχουν περιορισθεί.  Οι εργάτες δεν αποτελούν πια ξεχωριστή ομάδα στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Αυτοτοποθετούνται στο ίδιο κοινωνικό επίπεδο με τους υπαλλήλους και τους μικροεπαγγελματίες λόγω της εξειδικευμένης σήμερα εργασίας τους και του κοινού τρόπου ζωής τους.  Διευρύνθηκε έτσι θεαματικά ο χώρος των όσων συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική ζωή, έχουν απόψεις, αιτήματα και επιζητούν οι πολιτικές διαδικασίες να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους.  Η πολιτική δεν είναι πια θέμα λίγων και δεν συμμετέχουν σ’ αυτήν μόνο οι ηγεσίες των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Τα προβλήματα δεν περιορίζονται πια στον χώρο των απολύτως αναγκαίων για την καθημερινή ζωή.

Ο πολίτης ενδιαφέρεται όχι μόνο για κάποιου είδους περίθαλψη αλλά για ποιοτική περίθαλψη.  Υπάρχουν τα γυμνάσια και τα λύκεια που απαιτούσε άλλοτε.  Ζητά τώρα το πανεπιστήμιο που εξασφαλίζει επάγγελμα με κοινωνικό κύρος και υψηλό εισόδημα.  Έχει το στεγαστικό δάνειο για να χτίσει σπίτι.  Τον ενδιαφέρει το ύψος των επιτοκίων και οι όροι του δανείου, η πολεοδόμηση, η προστασία του περιβάλλοντος που θα ζήσει.  Τον απασχολεί η ακρίβεια και η προστασία του καταναλωτή για ν’ αξιοποιεί το εισόδημά του. Οι υπάρχουσες απαντήσεις στα αιτήματά του όμως δεν τον ικανοποιούν. Οι ελλείψεις τους του δημιουργούν ερωτηματικά για αποτελεσματικότητα της πολιτικής και το πολίτευμα.

Η «κρίση της δημοκρατίας» είναι συνέπεια των μεγάλων κοινωνικών και οικονομικών μεταβολών, της παγκοσμιοποίησης και των νέων τεχνολογιών.  Η κοινωνία και οι θεσμοί της πρέπει να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα. Η αναγκαία μεταβολή προκαλεί όμως κοινωνικές αναταράξεις.  Απρόσμενα θέματα κλονίζουν την εμπιστοσύνη του πολίτη στο μέλλον του.  Η αλλαγή της ηλικιακής σύνθεσης του πληθυσμού με τη θεαματική αύξηση των μεγαλυτέρων ηλικιών καθιστά τις ισχύουσες ρυθμίσεις της κοινωνικής ασφάλισης ανεπαρκείς.  Οι νέες προμηνύονται  δυσμενέστερες.  Η εξασφάλιση απασχόλησης είναι όλο και πιο δύσκολη χωρίς συνεχή δια βίου επιμόρφωση.  Κοινωνικοί συμβιβασμοί που εξασφάλιζαν σταθερότητα, όπως οι συλλογικές συμβάσεις, αμφισβητούνται.  Ακόμη και η νομοθεσία που σκοπό έχει να παρέχει βεβαιότητα για τους κανόνες της συλλογικής ζωής έχει όλο και πιο περιορισμένο χρόνο ισχύος ώστε να προσαρμόζεται σε νέες καταστάσεις.  Οι αναπάντεχες αυτές μεταβολές δημιουργούν απορίες και φόβο για το τι θα επακολουθήσει, την ανάγκη για κατευθύνσεις και νέες ιδέες, για κριτήρια νέων λύσεων ώστε να υπάρξει κοινωνική ειρήνη.

Τα σχέδια για την νέα εποχή είναι ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων.  Αυτές όμως έχουν παραιτηθεί από τον ενεργό ρόλο του διαμορφωτή των πολιτικών εξελίξεων.  Προτιμούν το ρόλο ενός ενδιαφερόμενου αλλά αποστασιοποιημένου συμμέτοχου.  Διστάζουν να διεκδικήσουν τη θέση καθοδηγητή της κοινωνίας με ιδέες και πρωτοβουλίες για τις κοινωνικές αλλαγές.  Η άποψή τους για το νέο είναι συνειδητά ασαφής.  Η ασαφής αυτή άποψη προλαμβάνει αντιρρήσεις, διασφαλίζει μεγαλύτερη γκάμα επιλογών και αφήνει την πόρτα ανοιχτή για μεταστροφές.  Οι θέσεις των κομμάτων διατυπώνονται με τρόπο ώστε να επισημαίνουν μεν το ενδιαφέρον τους για τους ψηφοφόρους τους, αλλά να μην τα δεσμεύουν. Επιτρέπουν διαπραγμάτευση και καθιστούν δυνατό τον συγκερασμό απόψεων.  Η στάση τους περιορίζει έτσι το πολιτικό κόστος και καθιστά δυνατή μια απόφαση με βάση τις προτιμήσεις της κοινής γνώμης.  Το κέρδος και οι ζημιές μπορούν να σταθμιστούν με κριτήριο την εύνοια των ψηφοφόρων.  Η πολιτική αυτή τακτική δίνει πρωτεύουσα θέση στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.  Οι πεποιθήσεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα και το μακροπρόθεσμο ενδεδειγμένο μετράει ελάχιστα.  Θύμα είναι οι αναγκαίες πολιτικές για την ανάπτυξη και για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη.

Η στάση των πολιτικών δυνάμεων έχει ένα πολύ συγκεκριμένο λόγο.  Σε μια κοινωνία, στην οποία κυριαρχούν τα μεσαία στρώματα και οι ταξικές διαφορές δεν είναι πια ιδιαίτερα έντονες, τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα είναι πολυσυλλεκτικά.  Εκπροσωπούν ταυτόχρονα διάφορες κοινωνικές ομάδες των οποίων τα συμφέροντα και οι απόψεις διαφέρουν και αντιτίθενται.  Κρίσιμο για την κατάκτηση της εξουσίας είναι να μην αποξενωθεί από το κόμμα καμιά από τις κοινωνικές αυτές ομάδες.  Να εξασφαλισθεί παρά τις διιστάμενες επιδιώξεις τους η στήριξή του.  Να προσεταιριστούν οι κυμαινόμενοι ψηφοφόροι, αν και δεν ταυτίζονται με τον όγκο των οπαδών.  Υπό τις συνθήκες αυτές επιβάλλεται τακτική που καλύπτει διαφορές και προλαμβάνει αντιθέσεις.  Ο κομματικός λόγος αποσαφηνίζει τα λιγότερα δυνατά.  Η συνεπής κατεύθυνση και η ειλικρίνεια θεωρούνται παράγοντες που περιορίζουν τις πιθανότητες εκλογικής νίκης.

Οι πολυσυλλεκτικές τακτικές περιορίζουν στο ελάχιστο τον κίνδυνο μεγάλων και αιφνιδιαστικών μετατοπίσεων ψηφοφόρων.  Η ελεγχόμενη ανάδειξη θεμάτων, οι αποσιωπήσεις και οι αναβολές αμφισβητουμένων λύσεων προλαμβάνουν κοινωνικές εκρήξεις και θεαματικές στροφές των πολιτών προς άλλες ιδίως νέες κατευθύνσεις.  Συντελούν ώστε να διατηρούνται αναλλοίωτες οι παράμετροι της πολιτικής αναμέτρησης μεταξύ των κατεστημένων δυνάμεων παρά τις οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές.

Η αποστασιοποίηση των κομμάτων από τα προβλήματα αποστασιοποιεί τους πολίτες από την πολιτική.  Το αντίδοτο στην «κρίση» είναι η «επαναπολιτικοποίηση της πολιτικής».  Η στροφή από τις δηλώσεις προθέσεων που ικανοποιούν όλους στη διαπάλη για την ουσιαστική λύση των προβλημάτων.  Τα κόμματα που συντηρούν με τη στάση τους την κρίση έχουν και την δυνατότητα να την άρουν.  Αρκεί να διαμορφώσουν απόψεις σαφείς, συγκεκριμένες που απαντούν ουσιαστικά στα προβλήματα.  Να τις υποστηρίζουν σε ένα διαρκή διάλογο με την κοινωνία.  Να κινητοποιούν τους πολίτες για την αποδοχή και την εφαρμογή τους.  Να δημιουργούν έτσι κοινωνική δυναμική για την συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες. Να αποτελούν φορείς μιας συνεχούς συζήτησης και δράσης για μια διαφορετική λειτουργία της κοινωνίας.

Η εξέταση των φαινομένων που αναφέρονται ως ενδείξεις της σοβούσης κρίσης της δημοκρατίας το επιβεβαιώνει.

Ως χαρακτηριστικό της «κρίσης» αναφέρεται η μείωση του ενδιαφέροντος των πολιτών για την πολιτική, η απολιτικοποίηση, η παρακμή της πολιτικής.  Τα φαινόμενα αυτά είναι πράγματι υπαρκτά.  Οι αιτίες είναι πολλές.  Οι μη πραγματοποιούμενες υποσχέσεις των πολιτικών, αλλά και η αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν υπαρκτά προβλήματα.  Η συνακόλουθη αντίληψη των πολιτών ότι πολύ λίγο μετράει ο πολιτικός λόγος και δεν πρέπει να τον εμπιστεύονται.  Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η διάψευση της ελπίδας, ότι είναι δυνατό ένα διαφορετικό μοντέλο κοινωνίας.  Η περιορισμένη απήχηση των ιδεολογιών.  Αλλά επίσης η συνθετότητα των θεμάτων, η αδυναμία κατανόησής τους και η δυσκολία διαμόρφωσης μιας τεκμηριωμένης γνώμης για τις ειδικές επιχειρηματολογίες των κυβερνώντων.  Στην ελληνική πολιτική ζωή κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια το θέμα της απογραφής και του ελλείμματος.  Το τελευταίο αυξήθηκε μετά από αλλεπάλληλους «ελέγχους» όλο και περισσότερο και  μειώθηκε μετά, με διαδικασίες επίσης δυσνόητες και αδιαφανείς, κατά τρόπο που συνέφερε την κυβερνητική παράταξη.  Το δικαιολογημένο συμπέρασμά του πολίτη ήταν ότι το θέμα τον υπερβαίνει όχι μόνο γιατί είναι πολύπλοκο, αλλά κυρίως γιατί οι υπεύθυνοι δεν μιλούν ειλικρινά.

Για την παρακμή της πολιτικής δεν ευθύνεται η δημοκρατία.  Δύο διαπιστώσεις είναι αναγκαίες.  Τα προβλήματα σήμερα είναι πολύ πιο σύνθετα απ’ ό,τι άλλοτε.  Τα θέματα βασιλεία ή δημοκρατία, αν πρέπει να υπάρχει ή όχι κοινωνική ασφάλιση, αν χρειάζονται σχολεία ή νοσοκομεία είναι απλά, κατανοητά, συζητιόνται στο καφενείο και προσφέρονται για ωραίους πολιτικούς λόγους και προπαντός έχουν καταρχήν εύκολη λύση.  Το ασφαλιστικό ή η διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων υπό συνθήκες παγκόσμιου ανταγωνισμού δεν έχουν εύκολη λύση και η πολιτική έχει περιορισμένα περιθώρια για την αντιμετώπισή τους.  Το πολιτικό μήνυμα, που θέλει να είναι ειλικρινές ούτε είναι εύκολα κατανοητό ούτε ενθουσιάζει.  Οι πολιτικοί πέφτουν γι’ αυτό εύκολα στην παγίδα της απλοποίησης και της υπερβολής.  Εύκολα περιορίζονται στον καταγγελτικό και μόνο λόγο και αποφεύγουν αναλύσεις και θέσεις για να μην έχουν πολιτικό κόστος.

Ο πολίτης δεν έχει παύσει να ενδιαφέρεται για την πολιτική.  Δεν ενδιαφέρεται όμως για ξύλινο λόγο, για τις αρχηγικές διαμάχες ή τα θεατρικά παιχνίδια των κομμάτων, που αποτελούσαν άλλοτε το κύριο αντικείμενο της πολιτικής συζήτησης και ενδιαφέρουν ακόμη σήμερα όσους εκλαμβάνουν την μικροπολιτική των προσωπικών σχολίων ως πολιτική.  Ο πολίτης ενδιαφέρεται γι’ αυτά που τον αφορούν, την απασχόληση, το εισόδημα, την ακρίβεια, το περιβάλλον ζωής.

Ο πολίτης μπορεί να μην καταλαβαίνει τις διάφορες πτυχές ενός προβλήματος αλλά, εφόσον δεν σκέφτεται ως καταναλωτής παροχών, καταλαβαίνει ποιος προσφέρει σκέψη και προσπάθεια και ποιος γενικολογίες.  Θέλει να ακούσει τεκμηριωμένο λόγο που ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντα και τις εμπειρίες του.  Η απολιτικοποίηση αντιμετωπίζεται με διαφορετικό λόγο και διαφορετική πράξη.  Με λόγο για το τι είναι δυνατό και τι δεν είναι, τι είναι σκόπιμο και για ποιους λόγους, τι πρέπει να αποφευχθεί, ποιο το κόστος και ποιο το όφελος.  Αντί για υποσχέσεις χρειάζονται εξηγήσεις για το τι συμβαίνει.  Αντί να ακολουθείται η λογική του πολιτικού κόστους χρειάζεται το θάρρος της πεποίθησης και της πρωτοβουλίας.  Η πολιτικοποίηση προκύπτει από ειλικρίνεια απέναντι στα προβλήματα και θέληση για διαφάνεια και αλήθεια.

Συνυφασμένη με την απολιτικοποίηση είναι η αποξένωση των πολιτών από τις πολιτικές διαδικασίες.  Η αίσθησή τους είναι ότι το μόνο που τους επιτρέπεται είναι η έκφραση γνώμης κατά τις εκλογές μια φορά τα τέσσερα χρόνια.  Στο διάστημα μεταξύ δυο εκλογικών αναμετρήσεων κανείς από τους εκπροσώπους τους δεν ενδιαφέρεται για το τι πιστεύουν και τι θέλουν.  Η Βουλή είναι απόμακρη.

Το συμπέρασμα προκύπτει για τον πολίτη αβίαστα.  Οι κανόνες λειτουργίας της πολιτείας πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.  Το ζητούμενο είναι η «συμμετοχική δημοκρατία», νέοι τρόποι εκπροσώπησης και συμμετοχής παράλληλα με τους υπάρχοντες ώστε πολλοί περισσότεροι πολίτες να μπορούν να συνδιαμορφώσουν τις εφαρμοστέες πολιτικές.  Αυτό το ευρύτερα αποδεκτό πρόβλημα δεν έχει όμως ακόμη ευρύτερα αναγνωρισμένες απαντήσεις.

Διάφορες προσπάθειες έχουν γίνει κατά καιρούς για να διευρυνθεί ο κύκλος των συμμετεχόντων στις πολιτικές διαδικασίες και στη λήψη των αποφάσεων.  Καθιερώθηκαν περιορισμοί στον χρόνο άσκησης αξιωμάτων ή στον αριθμό των αξιωμάτων που μπορεί να κατέχει ο πολίτης.  Προβλέφθηκαν νέα αξιώματα, όπως διαμερισματικοί σύμβουλοι, νέα όργανα, όπως οι Ανεξάρτητες Αρχές, αυξήθηκαν τα αξιώματα τα οποία καταλαμβάνονται με άμεση εκλογή από το λαό.  Οι νομάρχες είναι ένα παράδειγμα.  Ο αριθμός των εκλογικών διαδικασιών αυξήθηκε.  Οι ευρωεκλογές και οι νομαρχιακές εκλογές αποτελούν αφορμή για συζήτηση της πολιτικής και αποτίμηση του έργου των εκλεχθέντων.  Παρόλα αυτά η αποξένωση παραμένει, αν όχι εντείνεται.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης σε μια πρόσφατη Έκθεσή του για το «Μέλλον της Δημοκρατίας στην Ευρώπη» αναφέρει μια σειρά μεταρρυθμίσεων, τις οποίες συνιστά, ώστε να λειτουργήσει καλύτερα η δημοκρατία.  Τα μέτρα αυτά είναι μεταξύ άλλων:  Δυνατότητα περισσοτέρων επιλογών κατά τις εκλογές (π.χ. διαφορετική ψήφος για το κόμμα και τους βουλευτές).  Ο εκλεγόμενος (π.χ. ως βουλευτής) να έχει αναπληρωτή και να μοιράζεται με αυτόν το αξίωμά του.  Εκλογή ειδικευμένων γνωμοδοτικών συμβουλίων.  Κέντρα πληροφόρησης. Συμβούλια αλλοδαπών κατοίκων της χώρας τα οποία θα εκλέγονται σε ειδική διαδικασία.  Κοινωνική θητεία σε αντικατάσταση της στρατιωτικής θητείας.  Επιμόρφωση για τη συμμετοχή σε πολιτικές διαδικασίες και διάφορα άλλα των οποίων η απαρίθμηση θα απαιτούσε αρκετό χρόνο.

Τα μέτρα αυτά μπορούν πράγματι να προκαλέσουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα δημόσια πράγματα και να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη συμμετοχή.  Όμως χρειάζεται μια προσεκτική αποτίμηση για τον τρόπο λειτουργίας τους μέσα στο όλο σύστημα.  Προσφέρουν περισσότερο την εντύπωση μιας συμμετοχής ενώ ζητούμενο είναι η ουσιαστική εμπλοκή του πολίτη.  Την δημοκρατία διασφαλίζει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από το δικαίωμα ψήφου η δυνατότητα σύμπραξης.

Η μεταφορά αρμοδιοτήτων στην αυτοδιοίκηση συμβάλει στην κινητοποίηση ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού πολιτών στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους.  Πρέπει όμως να συνδέεται με ορισμένες προϋποθέσεις και εξασφαλίσεις για την προάσπιση του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου.  Οι πόροι και το προσωπικό είναι απαραίτητοι όροι για να επιτύχει η μεταφορά.  Αλλά επίσης η τήρηση προτύπων διαχείρισης και οι έλεγχοι ώστε να αποφευχθεί η διαφθορά, που όπως έχει διαπιστωθεί είναι διαδεδομένη στους δήμους και τις νομαρχίες.  Επίσης σημαντικό είναι να υπάρχουν φραγμοί στην τοπικιστική και ιδιοτελή αντίληψη μιας ομάδας που θα θελήσει να καταστρέψει το περιβάλλον ή να επιβαρύνει τους τρίτους προς όφελός της.  Υπάρχουν δυστυχώς πολλά παραδείγματα περιοχών της χώρας που οι κάτοικοι αρνούνται να κατασκευαστούν εγκαταστάσεις για την αποκομιδή απορριμμάτων ή παραγωγής ηλεκτρισμού ή δεν θέλουν να υπάρχουν πολεοδομικοί περιορισμοί ή ρυθμίσεις προστασίας του περιβάλλοντος.  Σε ορισμένα νησιά η τοπική κοινωνία επιζητά τη μεταφορά αρμοδιοτήτων σ’ αυτήν για να μπορέσει επιτέλους να χτίσει σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση τα δυνατόν υψηλότερα κτίρια.

Το αίτημα για περισσότερη συμμετοχή δεν αποτελεί μόνο «μείζον πρόταγμα της δημοκρατίας» αλλά εκφράζει μία πραγματική ανάγκη.  Ο πολίτης θέλει, ιδίως στα θέματα που τον αφορούν άμεσα, να διατυπώνει απόψεις και να δίνεται προσοχή στις παρατηρήσεις του.

Στο αίτημα του να ακούγεται προσπαθούν να ανταποκριθούν όλο και περισσότερες διαδικασίες διαβουλεύσεων, ακροάσεων και δημοσίων συζητήσεων.  Αυτές οι διαδικασίες εξασφαλίζουν ταυτόχρονα καλύτερη νομιμοποίηση και μεγαλύτερη αποδοχή για σχεδιαζόμενα μέτρα.  Αλλά αυτό δεν αρκεί.  Η απόσταση του κράτους από τον πολίτη παραμένει μεγάλη.  Χρειάζεται επέκταση της διαβούλευσης σε πολλούς περισσότερους τομείς όπως ταυτόχρονα και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι γίνεται. Χρειάζεται επίσης και κυρίως η ανάθεση έργου, συγκεκριμένων αποστολών στην κοινωνία πολιτών, στις διάφορες οργανώσεις και πρωτοβουλίες που την αποτελούν.  Η μεταβίβαση εξουσιών πρέπει να γίνει με φαντασία και σύστημα.  Όχι μόνο εκεί όπου έχει διαμορφωθεί ήδη μία παράδοση αλλά σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς ώστε να περιορισθεί ευρύτερα η απόσταση από την απρόσωπη εξουσία.

Η κοινωνική πρόνοια είναι ένα καλό παράδειγμα μιας υπαρκτής ήδη μεταβίβασης εξουσιών.  Ένα μεγάλο τμήμα της πραγματοποιείται σήμερα με τη βοήθεια μη κυβερνητικών οργανώσεων ή δημοσίων θεσμών με ισχυρή συμμετοχή πολιτών, όπως είναι τα Κέντρα Κοινωνικής Υποστήριξης και Κατάρτισης.  Μεταβίβαση εξουσιών μπορεί να υπάρξει και σε θέματα ποιότητας ζωής, όπως είναι η προστασία του περιβάλλοντος αλλά και η προστασία του πολίτη στην καθημερινότητά του.  Ο πολίτης σήμερα, όσον αφορά τα παράπονά του για την συγκοινωνία ή την αστυνομία, πρέπει να απευθυνθεί σε απρόσωπες υπηρεσίες στις οποίες κατά κανόνα δεν προσφεύγει λόγω άγνοιας, κόπου και αποστάσεων.  Η αίσθησή του για το ενδιαφέρον της πολιτείας αλλά και η πραγματικότητα θα ήταν διαφορετική, αν υπήρχε στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, όπως η ΔΕΗ, ένα συμβούλιο το οποίο να απαρτίζεται από καταναλωτές και να εκφράζει τα αιτήματά του.  Ανάλογες ρυθμίσεις υπάρχουν στο εξωτερικό.  Την αίσθηση του πολίτη ότι εισακούεται θα ενίσχυε επίσης η δημιουργία μιας εκπροσώπησης πολιτών σε κάθε δήμο ή και διαμέρισμα που θα ανελάμβανε να διεκπεραιώσει το έργο της ανταπόκρισης σε παράπονα σε τοπικό επίπεδο.

Τα παραδείγματα αυτά στηρίζονται σε δυο διαπιστώσεις.  Η πρώτη είναι ευρύτερη:  Οι αυταρχικοί και εξουσιαστικοί τρόποι διοίκησης οφείλουν να υποκατασταθούν από μεθόδους στις οποίες κρίσιμο στοιχείο είναι η συνεννόηση, ο διάλογος με την κοινωνία και η εξεύρεση λύσεων με ευρύτερη αποδοχή.  Υπάρχουν μάλιστα καινούργια θέματα, όπως εκείνο της βιοηθικής, των οποίων η αντιμετώπιση δεν είναι δυνατή, αν ένας διάλογος δεν προσδιορίσει προηγουμένως το επιτρεπτό ή το επιδιωκτέο.

Η δεύτερη διαπίστωση αφορά το επίπεδο στο οποίο η συμμετοχή μπορεί να αποδώσει περισσότερο.  Είναι εκείνο που βρίσκεται πιο κοντά στον πολίτη και στο οποίο λόγω εγγύτητας ο ίδιος μπορεί να συνεισφέρει περισσότερο.  Είναι το τοπικό, είναι η καθημερινότητα.  Η αντίληψη ότι μόνο το κράτος πρέπει και μπορεί να δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα της κοινωνίας βρίσκεται στη ρίζα της αποξένωσης.  Το κράτος δεν είναι σε θέση να αναλάβει το ρόλο ενός πανταχού παρόντα προστάτη.  Η ευθύνη για ό,τι συμβαίνει ανήκει και στους πολίτες και η οργάνωση της πολιτείας οφείλει να τους δίνει τη δυνατότητα να την ασκήσουν.  Τα γνωστά σχήματα συμμετοχής παραμένουν παρόλα αυτά κυρίαρχα.  Λείπει τόσο η εμπειρία για τη βελτίωσή τους όσο και η πολιτική βούληση.  Ο φόβος των κομμάτων για τη δημιουργία νέων πόλων εξουσίας δρα ανασχετικά.

Ως ένδειξη παρακμής αναφέρεται η όλο και μεγαλύτερη ταύτιση των κομμάτων εξουσίας.  Τα κόμματα κατά το επιχείρημα, εφαρμόζουν την ίδια περίπου πολιτική και παραπλανούν τους πολίτες, ισχυριζόμενα ότι έχουν διαφορές.

Το ακροατήριο της πολιτικής είναι σήμερα αρκετά διαφορετικό από άλλοτε.  Έχει άποψη για το τι περίπου είναι εφικτό και πως μπορούν να προωθηθούν τα συμφέροντά του.  Ξέρει ότι η χώρα κινείται σε συγκεκριμένο διεθνές περιβάλλον, έχει περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες και υστερεί σε σχέση με τις προηγμένες χώρες στα στοιχεία εκείνα που προωθούν την ανάπτυξη στη νέα τεχνολογική εποχή.

Τα κόμματα έχουν προσαρμοστεί σ’ αυτό το ακροατήριο.  Έχουν περιορίσει την επίκληση σε δόγματα, θεωρίες ή αλήθειες που μπορούν να λυτρώσουν το λαό.  Δεν ισχυρίζονται πια ότι είναι σε θέση να φτιάξουν από το μηδέν κάτι τελείως καινούργιο.  Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ τους δεν εμφανίζονται ως εκ τούτου το ίδιο έντονες όπως ήταν σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν πολιτικών αντιπαραθέσεων.  Τότε κυριαρχούσαν τα πολιτειακά θέματα, τα δικαιώματα του πολίτη, αλλά και οι διαφορετικές προσεγγίσεις για την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.  Πολλά από τα θέματα αυτά σήμερα δεν έχουν πια την ίδια σημασία ή απαντήθηκαν από τις εξελίξεις.  Άλλα θέματα τα οποία συγκάλυπταν οι τότε κυρίαρχοι προβληματισμοί είναι τώρα αντικείμενα διαμάχης.  Αφορούν βασικά προβλήματα της δεδομένης κοινωνίας όπως είναι η κατανομή του εισοδήματος, η κοινωνική πολιτική ή η πλαισίωση της αγοραίας οργάνωσης με ελεγκτικούς μηχανισμούς.  Τα κόμματα έχουν διαφορετικές επιδιώξεις αν και ασχολούνται με τα ίδια περίπου θέματα, αν και ακολουθούν όμοιες περίπου πολιτικές τακτικές τις οποίες τους επιβάλει ο κοινοβουλευτισμός, αν και χρησιμοποιούν τα ίδια τεχνικά μέσα για να πετύχουν τις επιδιώξεις τους.  Εκπροσωπούν διαφορετικά συμφέροντα και επιδιώκουν διαφορετικές λύσεις στα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας.  Οι φορολογικές μειώσεις για τις επιχειρήσεις που προώθησε η Νέα Δημοκρατία, συγκρινόμενες με τις φορολογικές μειώσεις στα εισοδήματα των εργαζομένων που καθιέρωσε το ΠΑΣΟΚ, δείχνουν ότι οι επιδιώξεις τους είναι διαφορετικές και το κοινωνικό αποτέλεσμα της δράσης τους είναι επίσης διαφορετικό.  Το γεγονός ότι τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησαν τη φορολογία ως μέσο πολιτικής δεν επέφερε ταύτιση της πολιτικής τους.

Οι ισχυρισμοί για την προϊούσα ταύτιση των πολιτικών κομμάτων διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα.  Παρουσιάζοντας όμως τα όσα συμβαίνουν σήμερα ως παρακμή της δημοκρατίας εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο σκοπό.  Αμφισβητούν την ανάγκη για νέα περιεχόμενα και νέες κατευθύνσεις της πολιτικής σε μια νέα εποχή.  Υπερασπίζονται δόγματα. Προσπαθούν να περισώσουν τις πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές περασμένων δεκαετιών, τις οποίες η κοινωνία όλο και λιγότερο ασπάζεται.  Με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν να προστατεύσουν δίκτυα εξουσίας, που βρίσκονται όλο και περισσότερο σε αμφισβήτηση.

Στις αναπτυγμένες δημοκρατίες είναι σήμερα όλο και πιο δύσκολη η συγκρότηση πλειοψηφιών για τομές.  Υπάρχει αδυναμία προώθησης αλλαγών.  Η λειτουργία του κοινοβουλευτισμού πιστεύουν μερικοί ότι χαρακτηρίζεται από απραξία και στασιμότητα.

Τα μεγάλα σχέδια δεν συνεγείρουν τους πολίτες.  Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η σταθερή βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου και η εξασφάλισή τους απέναντι σε κινδύνους.  Η αμυντική νοοτροπία είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη.  Ό,τι κερδήθηκε θεωρείται δικαίωμα.  Όποια απώλεια αποτελεί απειλή για τα υπόλοιπα που κατακτήθηκαν με κόπο.  Ιδιαίτερα έντονη είναι γι’ αυτό και η δυσπιστία απέναντι στο καινούργιο.  Η υπόσχεση μιας μελλοντικής καλύτερης κατάστασης αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα.  Η προσοχή επικεντρώνεται στο κόστος, το οποίο θα πληρωθεί άμεσα, για το αυριανό καλύτερο.  Η δυσαρέσκεια αναπτύσσεται εύκολα και εξαπλώνεται γρήγορα.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο μέλλον της οικονομίας ήταν στην Ελλάδα μετά το 2000 στο χαμηλότερο επίπεδο της Ένωσης παρά τους υψηλότερους από το μέσο ευρωπαϊκό όρο ρυθμούς ανάπτυξης.  Το ευρώ είχε προκαλέσει ανησυχία και φόβο.  Τηλεπαρουσιαστές ένα χρόνο μόλις μετά την κυκλοφορία του ευρώ πρόβλεπαν ότι οι Έλληνες «θα πουν τη δραχμή δραχμούλα» λησμονώντας τις αλλεπάλληλες νομισματικές κρίσεις της δραχμής και την εξαθλίωση που προκάλεσαν.  Η αμυντική στάση ωραιοποιεί το παρελθόν και παρουσιάζει τα μελλούμενα ως επικίνδυνα.  Αποδέχεται γι’ αυτό εύκολα τις συντηρητικές επιχειρηματολογίες που συνιστούν να σταθούμε σε ό,τι ξέρουμε.

Οι συνθήκες αυτές αποτελούν εμπόδιο για τη συγκρότηση κοινωνικών ρευμάτων που θα αγωνισθούν για αλλαγές.  Η πλειοψηφία παρακολουθεί σιωπηλή πολιτικές πρωτοβουλίες εκσυγχρονισμού ώστε να σταθμίσει με τον καιρό τις επιπτώσεις.  Η σιωπή μεταβάλλεται σύντομα σε απόρριψη όταν το άμεσα ορατό είναι διαμαρτυρίες και αβεβαιότητα.  Η κατάργηση της επετηρίδας των εκπαιδευτικών και η αξιολόγηση των διδασκόντων, αν και ήταν μέτρα που σαφέστατα βελτίωναν την ποιότητα της εκπαίδευσης, συνάντησαν το 1998 πρώτα την αδιαφορία και αργότερα, μετά τις καταλήψεις των σχολείων, την άρνηση της κοινής γνώμης.

Αλλαγές συναντούν ένα μέτωπο αντίρρησης που περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές και μεταξύ τους ασυμβίβαστες και συγκρουόμενες απόψεις.  Κοινό τους πρόσημο είναι η απόρριψη κάθε πρωτοβουλίας ώστε να μην αλλάξουν οι υπάρχουσες ισορροπίες και περιοριστούν διευκολύνσεις και προνόμια.  Στο πανεπιστήμιο σήμερα για παράδειγμα όλες οι πανεπιστημιακές ομάδες ζητούν μια «άλλη μεταρρύθμιση» την οποία όμως αποφεύγουν να εξειδικεύσουν.  Δέχονται αλλαγή μόνο εφόσον αφορά τους «άλλους».

Οι αρνητικές πλειοψηφίες ή τα μέτωπα αντίρρησης δεν είναι αναπόφευκτη συνέπεια της δημοκρατίας.  Προκύπτουν όταν οι πολιτικές δυνάμεις επιδιώκουν να αναδειχθούν στον πολιτικό ανταγωνισμό φθείροντας τον αντίπαλο και υποβαθμίζοντας τον πολιτικό διάλογο και τη διαμάχη ιδεών.  Όταν λείπουν τα θετικά πρότυπα είναι αναπόφευκτο να κυριαρχούν τα αρνητικά.

5. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι στη σύγχρονη δημοκρατία τα ΜΜΕ έχουν αποκτήσει ρόλο που δεν προβλέπεται από το πολίτευμα.  Ο τύπος ασκεί το δικαίωμα ελέγχου και επιτήρησης που ανήκει στην κοινωνία.  Κατά το θεωρητικό σχήμα δεν επιβάλει πολιτικές, δεν προωθεί ειδικά συμφέροντα, δεν ασκεί τη δύναμή του σε τρόπο ώστε να υπαγορεύει στην κυβέρνηση τις αποφάσεις της.  Τα ΜΜΕ και ιδίως τα τηλεοπτικά μέσα αποτελούν όμως πια μια παράλληλη προς την κυβέρνηση εξουσία. Επηρεάζουν την πολιτική και οικονομική πορεία μιας χώρας. Ο ελεγκτής έχει γίνει συνδιαχειριστής της εξουσίας. Ο έλεγχός του είναι γι’ αυτό πλημμελής και εξαιρεί της επιτήρησης που ασκεί ό,τι αφορά τον ίδιο.

Προσπάθειες για να περιοριστεί η κοινωνική εξουσία των ΜΜΕ έγιναν σε πολλές χώρες είτε με νομοθεσίες που απαγόρευσαν τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας τους σε χέρια ολίγων είτε με ρυθμίσεις που αφορούν την κατάχρηση εξουσίας και την ποιότητα των τηλεοπτικών εκπομπών.  Στην Ελλάδα η νομοθεσία για το «βασικό μέτοχο» ακολούθησε σε ακραίο βαθμό την άποψη ότι με το νομικό μέσο του ελέγχου της ιδιοκτησίας είναι δυνατόν να περιορισθεί η επιρροή των ΜΜΕ.  Ως γνωστόν απέτυχε.  Τα αποτελέσματα άλλων προσεγγίσεων σε άλλες χώρες υπήρξαν πιο ικανοποιητικά.  Όμως παρ’ όλες τις προσπάθειες είναι πια γεγονός ότι η λειτουργία της πολιτικής ζωής καθορίζεται από έναν παράγοντα τα όρια δράσης του οποίου είναι δύσκολο να προσδιοριστούν και παραμένουν ασαφή.  Οι νομικοί κανόνες δεν επαρκούν.  Η εξουσία περιορίζεται από εξουσία.  Όρια δράσης καθορίζονται από τις πολιτικές δυνάμεις με διαμάχες.  Η «κρίση της δημοκρατίας» στην προκειμένη περίπτωση είναι αποτέλεσμα του ότι η θέληση των πολιτικών δυνάμεων για εξισορρόπηση της εξουσίας των ΜΜΕ είναι ασθενής.  Τα κόμματα στην επιδίωξή τους να τα χρησιμοποιήσουν για τους στόχους τους, ταυτίζονται με αυτά.

Τη δυσρυθμία της δημοκρατίας προκαλεί και το σύστημα εποπτείας και ελέγχου, το οποίο συμπληρώνει τους βασικούς θεσμούς διακυβέρνησης.  Το σύστημα αυτό δεν πείθει τους πολίτες για την ύπαρξη ενός ουσιαστικού ελέγχου.  Το θεωρούν ως πηγή γραφειοκρατίας και αδιαφάνειας.

Παράδειγμα αποτελούν οι Ανεξάρτητες Αρχές, όπως το ΑΣΕΠ ή η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.  Η Ανεξάρτητη Αρχή εκφράζει το δημόσιο συμφέρον.  Δημιουργήθηκε ώστε να ασκείται πιο αποτελεσματικά το δικαίωμα των πολιτών να εποπτεύουν την εκτελεστική εξουσία και να προστατεύονται οι πολίτες κατά την εφαρμογή των νόμων.  Η Αρχή ως ο τρίτος ανεξάρτητος από τη διοίκηση και τους πολίτες δεν λογοδοτεί στη κυβέρνηση ούτε στη Βουλή για να μην υπόκειται σε πιέσεις.  Η ρύθμιση αυτή θέτει όμως το ερώτημα, ποιος ελέγχει τους ελεγκτές.  Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα είναι ποικίλες χωρίς μια σαφή κεντρική κατεύθυνση.  Αιτία η προσπάθεια των κυβερνήσεων, των βουλευτών και των κομμάτων να περιορίσουν την αστυνομία των Αρχών. Η ασάφεια αυτή επιτρέπει παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας όπως στην περίπτωση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και αδιαφάνεια στη λειτουργία των Αρχών, όπως στην περίπτωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Τα μέτρα ελέγχου και εποπτείας αποτελούν απαραίτητο αντιστήριγμα της Δημοκρατίας.  Ο υπάρχον λαβύρινθος οφείλεται στην ευκαιριακή και αποσπασματική αντιμετώπιση των θεμάτων και την ισχυρή συντεχνιακή επιρροή.  Τα διάφορα σώματα ελεγκτών της δημόσιας διοίκησης στα υπουργεία οργανώθηκαν για παράδειγμα από κάθε υπουργείο χωρίς κεντρική αντίληψη.  Εκ των υστέρων ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης αποτέλεσε έναν τυπικό μάλλον επικεφαλής του συστήματος σε τρόπο ώστε να μη θιγούν οι αρμοδιότητες των υπουργείων και οι εξουσίες των υπαλλήλων για τους χώρους που ελέγχουν. Ένα σύστημα, που θέλει να διασώσει όλες τις εξαιρέσεις και ειδικές ρυθμίσεις δεν είναι  δυνατόν να αποδώσει.

Η δυναμική των πολιτικών κομμάτων για διαφάνεια, ανανέωση, τομές είναι περιορισμένη. Ο απαραίτητος συνολικός μακροπρόθεσμος σχεδιασμός συναντά έλλειψη ενδιαφέροντος γιατί ξεπερνά την τετραετία και δεν προσφέρεται σε άμεση πολιτική αξιοποίηση.  Η πολιτική βούληση για διορθωτικές παρεμβάσεις παραμένει ασθενής όταν οι αλλαγές θα περιορίσουν εξουσίες ή έχουν πολιτικό κόστος ή συγκρούονται με την αντίληψη του κράτους πάτρωνα.  Όλα τα κόμματα επιλέγουν κατά κανόνα ως μέλη του ΕΣΡ πρόσωπα που ακολουθούν τις επιθυμίες τους και όχι ανεξάρτητους τρίτους παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις ότι το Συμβούλιο πρέπει να είναι υπερκομματικό.

Η έκφραση «έλλειμμα δημοκρατίας» χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να επισημάνει την μη ορθή λειτουργία των θεσμών.  Η λέξη έλλειμμα δηλώνει ότι το υπάρχον απέχει από το επιθυμητό.  Υπάρχει έλλειμμα του προϋπολογισμού όταν τα έσοδα δεν καλύπτουν τα έξοδα.  Στην περίπτωση της δημοκρατίας παραμένει αδιευκρίνιστο σε σχέση με ποια κατάσταση διαπιστώνεται το έλλειμμα και τι αφορά.  Σε σχέση με το παρελθόν συνήθως δεν υπάρχει έλλειμμα και σε σχέση με το επιθυμητό υπάρχει σχεδόν πάντα υστέρηση, διότι η δημοκρατία χρειάζεται συνεχή προσαρμογή στις εξελίξεις.

Το «έλλειμμα δημοκρατίας» δεν είναι ένα νέο φαινόμενο αλλά προέκυψε και θα προκύπτει συνεχώς όταν οι κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις δημιουργούν νέους κινδύνους για τους πολίτες και οι υπάρχουσες ρυθμίσεις δεν επαρκούν για την προστασία τους.  Η προστασία των προσωπικών δεδομένων ήταν ένα θέμα άγνωστο στο παρελθόν που προέκυψε από την εξέλιξη της πληροφορικής.  Το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών είναι επίσης πρόβλημα που πήρε διαστάσεις γιατί άλλαξαν οι τεχνολογίες, των επικοινωνιών και δημιουργήθηκαν νέες δυνατότητες παρακολούθησης συνομιλιών. Η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών έθεσε το θέμα της ισότητας και της καταπολέμησης των διακρίσεων σε νέα βάση.  Η ανάγκη αλλαγής των θεσμών και προσαρμογής σε νέα δεδομένα δεν σημαίνει ότι το πολίτευμα είναι σε κρίση.

Το «έλλειμμα δημοκρατίας» προκύπτει επίσης όταν αλλάζουν οι συσχετισμοί δυνάμεων στην κοινωνία και προκύπτουν νέα αιτήματα και η ανάγκη νέων ρυθμίσεων.  Τα κοινωνικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην απασχόληση, διαμορφώθηκαν όταν τα συνδικάτα και τα σοσιαλιστικά κόμματα απέκτησαν την αναγκαία πολιτική δύναμη για να επιβάλλουν νέες συνταγματικές ρυθμίσεις.  Το ποιο είναι το «έλλειμμα» και πως καλύπτεται είναι θέμα πολιτικό.

Υπό τον τίτλο «έλλειμμα δημοκρατίας» αναφέρονται συχνά και τα προβλήματα που προέκυψαν και προκύπτουν από περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση παρανόμων ενεργειών και ιδίως της τρομοκρατίας.  Τα μέτρα αυτά θέτουν κατά μία άποψη τα ανθρώπινα δικαιώματα σε κίνδυνο.

Μεταξύ ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ασφάλειας δεν υπάρχει οπωσδήποτε αντίθεση.  Η ασφάλεια του πολίτη αποτελεί αγαθό που προστατεύει η δημοκρατική κοινωνία.  Η έλλειψη ασφάλειας μπορεί να περιορίζει ή και να αναιρεί τα ανθρώπινα δικαιώματα.  Αλλά και ο αποκλεισμός κάθε δυνατού κινδύνου μπορεί να οδηγήσει σε δραστικό περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  Μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει επομένως να αποδέχεται να ζει με κινδύνους.  Οφείλει να επιδιώκει ταυτόχρονα την ισόρροπη προστασία τόσο της ασφάλειας όσο και των ελευθεριών.    Το μέτρο των επιβεβλημένων αλλά και επιτρεπτών περιορισμών των δικαιωμάτων και της ασφάλειας ούτε προκαθορισμένο είναι ούτε μπορεί να προκύψει με όλο και πιο λεπτομερείς νόμους.  Είναι θέμα πολιτικό και αποφασίζεται με πολιτικές διαδικασίες.  Όσο καλύτερη είναι η ποιότητα της δημοκρατίας τόσο πιο πειστική είναι η οριοθέτηση.  Επομένως και σ’ αυτήν την περίπτωση όπως και σε άλλες δεν υπάρχει κρίση στη λειτουργία της δημοκρατίας.  Υπάρχουν ένα πολιτικό πρόβλημα, αντιτιθέμενες απόψεις και η αναγκαία για τη δημοκρατία δημόσια αντιπαράθεση.

Οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις ζητούν οι συνταγματικές αρχές για την ελευθερία του τύπου να ισχύσουν και για την τηλεόραση.  Να μην επιτρέπεται έλεγχος των εκπομπών ούτε από μια ανεξάρτητη αρχή, όπως το ΕΡΣ, και να μην επιβάλλονται πρόστιμα, όταν παραβιάζεται ο κώδικας δεοντολογίας.  Όσοι θέλουν να προστατεύεται τόσο η ιδιωτική σφαίρα του ατόμου από επεμβάσεις τρίτων όσο και οι κοινωνικές αξίες από ένα χωρίς φραγμό κυνήγι ακροαματικότητας και κέρδους επισημαίνουν αντίθετα ότι η εξίσωση τύπου και τηλεόρασης έχει όρια. Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι οι αντιλήψεις για τη δημοκρατία διαφέρουν, διότι το τι είναι η δημοκρατία δεν προκύπτει από ένα σαφές συνταγματικό πρότυπο. Η δημοκρατία αποτελεί «ιδεολογία», ένα επιθυμητό πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό σύστημα.  Είναι στόχος, τον οποίο οφείλουμε συνεχώς να επιδιώκουμε και συνεχώς να επανακαθορίζουμε.  Το περιεχόμενο της προκύπτει από κοινωνικούς ανταγωνισμούς και πολιτικές διαμάχες.  Αυτό ισχύει και για την κάλυψη του όποιου «ελλείμματος» υπάρχει σήμερα.

Όλες οι αναφερόμενες ενδείξεις της «κρίσης της δημοκρατίας» από την έλλειψη ενδιαφέροντος των πολιτών για την πολιτική έως το αποκαλούμενο «έλλειμμα δημοκρατίας» δεν τεκμηριώνουν ότι η δημοκρατία ως θεσμός έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο.  Δείχνουν αντίθετα ότι υπάρχουν δρόμοι για να προσαρμοσθεί στην νέα εποχή.  Αν αυτό δεν συνέβη μέχρι τώρα οφείλεται στην εμμονή των πολιτικών δυνάμεων σε καθιερωμένες πρακτικές που τους εξασφαλίζουν ισχυρή παρουσία στην κοινωνία, εξουσία και υλικά οφέλη.  Αλλά οι πολίτες αντιδρούν.  Η αντίδραση τους καθιστά επιτακτική μια διαφορετική αντίληψη για τη δημοκρατία.  Η δημοκρατία δεν συνίσταται μόνο σε εκλογικές διαδικασίες, κομματικούς ανταγωνισμούς και το κυνήγι της εξουσίας.  Είναι και ο προβληματισμός, οι συζητήσεις, οι αναμετρήσεις για τις αξίες και αρχές της και την εφαρμογή τους, για τη συνεχή βελτίωση της ποιότητάς της, για τους κανόνες που διέπουν την κοινωνική ζωή.  Όλα αυτά αποτελούν το ζωντανό περιεχόμενο της δημοκρατίας. Είναι αντικείμενο της πολιτικής.  Εάν η ουσιαστική πολιτική επανέλθει στο επίκεντρο κατά τρόπο ορατό στους πολίτες, εάν περιοριστεί η σχηματική πολιτική, τότε οι πολίτες θα στρέψουν και πάλι το ενδιαφέρον τους στις πολιτικές διεργασίες.  Θα συναισθανθούν την σκοπιμότητα της πολιτικής συμμετοχής. Είναι ο τρόπος να καταστούν ενεργά μέλη της κοινωνίας και να συνειδητοποιήσουν την κοινωνική τους ευθύνη. Το ζητούν και έχουμε υποχρέωση να το εξασφαλίσουμε. Προπαντός εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που αντιτίθενται στον συντηρητικό αυταρχισμό και πιστεύουν σε μια ανοιχτή κοινωνία ευθύνης. Η δημοκρατία θα κατακτήσει έτσι ένα νέο επίπεδο ποιότητας.